Οι εκδηλώσεις μνήμης για το πραξικόπημα κατά του προέδρου Σαλβαδόρ Αγέντε ολοκληρώθηκαν, όμως 50 χρόνια μετά παραμένουν πολλά ερωτήματα για τον ακριβή ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην ανατροπή του Σαλβαδόρ Αγέντε και την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας που σκότωσε κάπου 3.200 ανθρώπους, φυλάκισε 40.000 και οδήγησε στην εξορία 250.000.
Ενα μεγάλο μέρος αυτής της ιστορίας παραμένει ακόμη «κρατικό μυστικό». Αλλά σειρά εγγράφων που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας έδειξαν τις μεθοδεύσεις του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, του συμβούλου του Εθνικής Ασφαλείας, Χένρι Κίσιντζερ, και της CIA εναντίον του Σαλβαδόρ Αγέντε τόσο πριν αναλάβει την προεδρία όσο και μετά: μυστικές επιχειρήσεις για να αποτρέψουν την επικύρωση της νίκης του Αγέντε από το Κογκρέσο, χρηματοδότηση της πιο ακραίας αντιπολίτευσης και τρομοκρατικών ακροδεξιών ομάδων, άλωση των μίντια, υπονόμευση της οικονομίας, δημιουργώντας έτσι τις πιο πρόσφορες συνθήκες για το πραξικόπημα του Πινοτσέτ το 1973.
«Η Ουάσινγκτον έχει παίξει βασικό ρόλο στο τραυματικό παρελθόν της Χιλής» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «The Pinochet File» ο ιστορικός Πίτερ Κόρνμπλου, διευθυντής του Τμήματος Χιλής του Αρχείου Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον, που επί δεκαετίες έχει συμβάλει στον αποχαρακτηρισμό αλλά και την ανάλυση περισσότερων από 25.000 σχετικών ντοκουμέντων, πολλά από τα οποία δημοσιοποιεί στο βιβλίο του. Σταχυολογώντας κάποια από αυτά μπορεί κανείς να καταλάβει το modus operandi των ΗΠΑ απέναντι στις προοδευτικές κυβερνήσεις (και) της εποχής, όταν απέκλειαν μια άμεση στρατιωτική επέμβαση.
Σύμφωνα με υπόμνημα της CIA τον Απρίλιο του 1970, ο Χόρχε Αλεσάντρι, ο βασικός δεξιός αντίπαλος του Αγέντε στις προεδρικές του Σεπτεμβρίου του 1970, ζήτησε τη βοήθεια της εταιρείας Anaconda Copper (που εκμεταλλευόταν τον χαλκό της χώρας) για να συγκεντρωθούν 3 εκατ. δολάρια για την προεκλογική του εκστρατεία και μαζί τη συνδρομή της CIA με διαμεσολαβητή τον ιδιοκτήτη του τρίτου μεγαλύτερου επιχειρηματικού ομίλου της χώρας και της εφημερίδας El Mercurio, Αγουστίν Εντουαρντς, ώστε να καταφέρει να νικήσει τον Αγέντε.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1970, δέκα ημέρες μετά τη νίκη του Αγέντε στις εκλογές και έναν μήνα πριν το Κογκρέσο επικυρώσει τη νίκη του, ο Εντουαρντς ταξίδεψε στην Ουάσινγκτον όπου έγινε δεκτός από τον Νίξον, από τον οποίο ζήτησε να παρέμβει «δυναμικά» κατά του Αγέντε. Είχε και συνάντηση με τη CIA για «πιθανή στρατιωτική έξοδο από το πρόβλημα», παραδίδοντάς της πληροφορίες για τον Χιλιανούς στρατιωτικούς πρόθυμους να συμμετάσχουν στη συνωμοσία. Για τις υπηρεσίες του στην υπονόμευση του σοσιαλιστή προέδρου πριν, αλλά και κατά τα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του ο Εντουαρντς και η El Mercurio έλαβαν από τη CIA μέσα σε δύο χρόνια κάπου 2 εκατ. δολάρια.
Ενώ κι άλλες επιχειρήσεις, όπως η ΙΤΤ (που κατείχε το 70% της τηλεφωνίας της Χιλής), χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως όχημα για τη διοχέτευση μαύρου χρήματος στην αντιπολίτευση και σε οργανώσεις για να εντείνουν την προπαγάνδα αλλά και τις ενέργειες κατά της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας.
Σύμφωνα με άλλα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που περιέχονται στο βιβλίο του Κόρνμπλου, η CIA συνωμότησε επίσης για να απαχθεί ο αρχηγός του στρατού Ρενέ Σνάιντερ τον Οκτώβριο του 1970 (που τελικά τραυματίστηκε θανάσιμα στην ενέδρα), ώστε να αντιδράσουν οι στρατιωτικοί με ένα πραξικόπημα που θα απέτρεπε την προβλεπόμενη συνταγματικά επικύρωση του Αγέντε ως προέδρου από τη Βουλή. Ο Κίσιντζερ γνώριζε την τελικά αποτυχημένη απόπειρα με κάθε λεπτομέρεια: ήταν μέρος της «Επιχείρησης Fubelt» που ανέλαβε η CIA για την υπονόμευση του Αγέντε. Τη δε επομένη της επίθεσης κατά του Σνάιντερ ο διευθυντής της CIA Ρίτσαρντ Χελμς έλεγε πως «έγινε μια εξαιρετική δουλειά καθοδηγώντας τους Χιλιανούς σε σημείο που η στρατιωτική λύση είναι τουλάχιστον μια επιλογή γι' αυτούς».
Λίγο μετά, τον Νοέμβριο του 1970, ο Νίξον στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ξεκαθάριζε πως «αν η Χιλή προχωρήσει όπως προβλέπουμε και έχει επιτυχία, θα ενθαρρύνει κι άλλους στη Λατινική Αμερική. […] Ποτέ δεν θα δεχτώ να μειωθεί η στρατιωτική (μας) δύναμη στη Λατινική Αμερική, ούτε τα κέντρα εξουσίας με επιρροή μας». Στα περιθώρια των σημειώσεων του Χελμς διαβάζει κανείς: «Αν μπορούμε να ανατρέψουμε τον Αγέντε, καλύτερα να το κάνουμε». Ενώ ο Κίσιντζερ άρθρωσε σε εκείνη τη σύσκεψη τις βασικές αρχές της στρατηγικής που θα ακολουθούσαν, αφού δεν κατάφεραν να μη γίνει πρόεδρος ο Αγέντε: «Να υιοθετήσουμε στην πράξη μια εχθρική στάση, αλλά όχι δημόσια». Αυτό έκαναν επί τρία χρόνια ώστε να έρθει η αγανάκτηση, το χάος και το πραξικόπημα.
Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, που ήταν από τα πλέον βίαια, οι ΗΠΑ συνέχισαν να προσφέρουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην χούντα του Πινοτσέτ. Το δε 1976 ο Κίσιντζερ σε συνάντησή του με τον δικτάτορα στο Σαντιάγο απέφυγε κάθε αναφορά στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ευχαριστώντας τον αντίθετα «για τη μεγάλη του υπηρεσία στη Δύση με την ανατροπή που Αγέντε».
Η σχέση της αμερικανικής κυβέρνησης με τη δικτατορία γνώρισε κρίση μετά τη δολοφονία στην Ουάσινγκτον στα τέλη του 1976 από πράκτορες του Πινοτσέτ του εξόριστου σοσιαλιστή Ορλάντο Λετελιέρ, πρώην υπουργού στην κυβέρνηση του Αγέντε, κι έπειτα ψυχράνθηκαν περισσότερο με την ανάληψη της προεδρίας από τον Δημοκρατικό Τζίμι Κάρτερ το 1977.
«Οι ΗΠΑ στάθηκαν σημαντικός παράγοντας στην εσωτερική πολιτική της Χιλής ήδη πριν από την εκλογή του Αγέντε, αλλά και ώς την ανάληψη της προεδρίας του Πατρίσιο Αϊλγουιν (με την πτώση της δικτατορίας). Στήριξαν χωρίς διακρίσεις πολιτικούς: από τους αρχιτέκτονες της πραξικοπήματος και του καθεστώτος του Πινοτσέτ στις αρχές της δικτατορίας ώς τους αντιπάλους της στη διαδικασία της μεταπολίτευσης, ανάλογα με ό,τι τους εξυπηρετούσε» εξηγεί η Κάρλα Βιδάλ, ερευνήτρια του χιλιανικού Καθολικού Πανεπιστημίου του Μάουλε, χωρίς ποτέ να έχουν επίσημα απολογηθεί για τον ρόλο τους στην ανατροπή τής δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Αγέντε.
Ως επίλογος αυτής της τρικυμιώδους σχέσης ας μείνουν τα λόγια του προέδρου Γκαμπριέλ Μπόριτς στην εκδήλωση της 11ης Σεπτεμβρίου για τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα: «Εξεγειρόμαστε όταν μας λένε πως δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Και αύριο αν έρθει μια άλλη κρίση, πάντα θα υπάρχει άλλη εναλλακτική που θα συνεπάγεται περισσότερη κι όχι λιγότερη δημοκρατία».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας