«Oι νοσοκόμες και οι νοσοκόμοι είναι η σπονδυλική στήλη των συστημάτων υγείας», υπογράμμιζε ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, την ώρα που τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας δοκιμάζονταν. Το 2020 ο ΠΟΥ προειδοποιούσε ότι λείπουν 6 εκατ. νοσηλευτές παγκοσμίως.
Στην Ευρώπη, που γερνάει δημογραφικά, χρειάζονται παραπάνω από «1,5 εκατομμύριο νοσηλευτές πρώτης γραμμής», υπολογίζει ο Paul De Raeve, γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσηλευτών (EFN), σε επιστολή του στην ισπανική εφημερίδα El Confidencial, συνεργάτιδα της «Εφ.Συν.». Οπως εξηγεί όμως ο ίδιος, αυτή η εκτίμηση της Ε.Ε. δεν είναι επικαιροποιημένη. «Αν θέλουμε να έχουμε ασφαλή επίπεδα στελέχωσης, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερους», προσθέτει.
Η έλλειψη νοσηλευτών επιδεινώθηκε στο αποκορύφωμα της πανδημίας, ιδίως στις μονάδες εντατικής θεραπείας, υπενθύμιζε ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του «Health at a Glance» (2022). Τώρα μοιάζει με μια ξεχασμένη νάρκη έτοιμη να σκάσει, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Κατά μέσο όρο, στις χώρες της Ε.Ε. υπήρχαν 8,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους το 2020.
Οι αριθμοί διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών, από περισσότερους από 11 ανά χίλιους κατοίκους στη Φινλανδία (13,6), την Ιρλανδία (12,8), τη Γερμανία (12,1), το Λουξεμβούργο (11,7) και τη Γαλλία (11,3) έως μόλις 6,3 στην Ιταλία και 6,1 στην Ισπανία ή λιγότερο από 5 στην Πολωνία και τη Βουλγαρία. Χειρότερη όλων η Ελλάδα (3,4) η οποία κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Τα τελευταία χρόνια υπολογίζεται ότι έχουν χαθεί μία στις 4 μόνιμες θέσεις εργασίας νοσηλευτών, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν συγκινείται.
Νοσοκόμες με 3.000 € τον μήνα
Την ίδια ώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο διεξάγεται τα τελευταία χρόνια μια άτυπη μάχη για το ποιος θα αποκτήσει τους υπάρχοντες νοσηλευτές, οι οποίοι αναγκάζονται ολοένα και συχνότερα να μεταναστεύουν αναζητώντας σταθερότητα, καλύτερες συνθήκες εργασίας και μισθούς. Τα ολλανδικά νοσοκομεία αναζητούν νοσηλευτές κυρίως στην Ισπανία. Η Paloma Garzón Aguilar, μια 25χρονη Ισπανίδα νοσοκόμα, σπουδάζει εντατικά ολλανδικά τον τελευταίο 1,5 μήνα με στόχο να εργαστεί στην Ολλανδία την επόμενη άνοιξη.
Οπως δηλώνει στην El Confidencial, οι λογαριασμοί και τα έξοδά της στην Ισπανία δεν βγαίνουν. Εφυγε από την πατρίδα της, την Καστίλη-Λα Μάντσα, για να εργαστεί στην Ιμπιζα, όπου οι συνθήκες ήταν λίγο καλύτερες στον δημόσιο τομέα, αλλά έπεσε πάνω σε σχεδόν απλησίαστα ενοίκια. Οπως ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα. Βρήκε στο διαδίκτυο μια εταιρεία στην Ολλανδία, την Eduployment, που παρέχει σε νοσηλεύτριες από άλλες χώρες όχι μόνο γλωσσική εκπαίδευση, αλλά και εργασία πλήρους απασχόλησης.
Οι Ισπανοί και Ισπανίδες νοσηλευτές/τριες που φτάνουν στην Ολλανδία απολαμβάνουν τους ίδιους όρους εργασίας με τους ντόπιους, όπως για παράδειγμα εγγυημένη αύξηση μισθού 7,4% από έτος σε έτος. Σε αντάλλαγμα, δεσμεύονται να παραμείνουν για τουλάχιστον δύο χρόνια στη χώρα. Η εταιρεία που μεσολαβεί έχει απλώσει τα δίχτυα στις ισπανικές νοσηλευτικές σχολές, μοιράζοντας ενημερωτικά φυλλάδια που αναγράφουν «ευκαιρίες για πτυχιούχους νοσηλευτές στις Κάτω Χώρες» με αντάλλαγμα μισθό «45.000 έως 65.000 ευρώ ετησίως».
Το πρόγραμμα υπόσχεται «36 ώρες εγγυημένης εργασίας» με μισθό περίπου 37.000 ευρώ καθαρά τον χρόνο συν το πρόσθετο εισόδημα που μπορεί να αποκτηθεί για υπερωρίες. Για το πρώτο έτος το ποσό είναι 33.814 ευρώ καθαρά, σχεδόν 2.900 ευρώ.
Η Paloma είναι έτοιμη να φύγει. «Αυτό που ψάχνω είναι η σταθερότητα. Στην Ισπανία ζούμε διαρκώς με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, διάρκειας τριών ή τεσσάρων μηνών», εξηγεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ισπανικής Ενωσης Νοσηλευτών το 2023, 1.473 νοσηλεύτριες/ές από την Ισπανία μετανάστευσαν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, παρότι στην πατρίδα τους η ανεργία στον κλάδο είναι μηδενική.
Ωστόσο, η Ισπανία δεν είναι μία από τις κύριες αγορές της εταιρείας Eduployment. Οι περισσότεροι σπουδαστές - εργαζόμενοί της προέρχονται από άλλες χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Πορτογαλία, όπου «οι επαγγελματίες αισθάνονται ότι δεν έχουν μέλλον», αναφέρει ο διευθυντής της εταιρείας, Selwyn Paehlig.
Στην Πορτογαλία περισσότεροι από 3.300 νοσηλευτές εγκατέλειψαν τη χώρα τα πρώτα δύο χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας το 2020, με την Ελβετία να είναι η κύρια χώρα προορισμού για εργασία, σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Νοσηλευτών.
Η Ελβετία εξακολουθεί να είναι η χώρα που δέχεται τους περισσότερους Πορτογάλους νοσηλευτές, ακολουθούμενη από την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο παρά το Brexit εξακολουθεί να είναι ένας από τους προτιμώμενους προορισμούς για τους επαγγελματίες.
Ινδοί στην Ιταλία
Η γειτονική Ιταλία αντιμετωπίζει επίσης σημαντική έλλειψη νοσηλευτών, με τουλάχιστον 70.000 κενές θέσεις. Οι νοσηλευτές θεωρούνται οι πιο σπάνιοι και περιζήτητοι επαγγελματίες στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, περισσότερο και από τους γιατρούς.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, περίπου 100.000 από τους 460.000 νοσηλευτές της Ιταλίας αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν (ανάλογο πρόβλημα αντιμετωπίζει και το ελληνικό ΕΣΥ), ενώ δεν είναι λίγοι οι Ιταλοί που σκέφτονται να εργαστούν στο εξωτερικό. Ακριβώς γι’ αυτό η ιταλική κυβέρνηση, οι περιφερειακές αρχές και οι μονάδες υγειονομικής περίθαλψης διεξάγουν έρευνες σε όλο τον πλανήτη για εξειδικευμένους νοσηλευτές που θα προσλάβουν το συντομότερο δυνατό.
Ο υπουργός Υγείας Orazio Schillaci διαπραγματεύεται μια συμφωνία για την έλευση Ινδών νοσηλευτών στην Ιταλία. Εν τω μεταξύ, η Λομβαρδία, η πολυπληθέστερη περιφέρεια της χώρας με 10 εκατομμύρια κατοίκους, επικεντρώνει τις προσπάθειές της για προσλήψεις νοσηλευτών από τη Νότια Αμερική. Επιπλέον, οι δομές υγειονομικής περίθαλψης που συνδέονται με το Βατικανό σχεδιάζουν να προσλαμβάνουν περίπου 1.000 νοσηλευτές ετησίως τα επόμενα χρόνια από θρησκευτικά πανεπιστήμια σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι Ουκρανοί
Στην Ουγγαρία περισσότεροι από χίλιοι γιατροί και σχεδόν δύο χιλιάδες νοσηλευτές εγκαταλείπουν το σύστημα υγείας κάθε χρόνο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, περισσότεροι από 25.000 εξειδικευμένοι νοσηλευτές έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ ο ρυθμός μετανάστευσης έχει επιταχυνθεί τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια. Οι κύριες χώρες προορισμού είναι η Γερμανία, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι Ούγγροι επαγγελματίες κερδίζουν τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερα από ό,τι στην Ουγγαρία.
Στην Αυστρία, ένας ειδικός νοσηλευτής εισαγωγικού επιπέδου αμείβεται από 2.500 έως 3.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ στην Ουγγαρία κερδίζει περίπου 900 ευρώ για την ίδια εργασία. Υπάρχει σοβαρή έλλειψη νοσηλευτών στη χρόνια περίθαλψη, τη φροντίδα ξενώνων και τη φροντίδα ηλικιωμένων.
Η εξειδικευμένη ψυχιατρική περίθαλψη αγωνίζεται να επιβιώσει, ενώ δεν υπάρχουν αρκετοί νοσηλευτές και βοηθοί στις νοσοκομειακές μονάδες εντατικής θεραπείας. Για να καλύψουν τα κενά που διογκώνονται, γίνονται προσλήψεις από την εμπόλεμη Ουκρανία, τη Σερβία και ολοένα και περισσότερο από τη Νότια Ασία, ειδικά από την Ινδία και τις Φιλιππίνες.
Στη Βουλγαρία, χώρα με την οποία μοιάζουμε ολοένα και περισσότερο, λείπουν τουλάχιστον 29.000 νοσηλευτές. Με τον σημερινό ρυθμό... προσλήψεων υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν 60 χρόνια για να συμπληρωθεί ο μίνιμουμ απαραίτητος αριθμός. Και αυτό μόνο αν οι 600 νοσηλευτές που αποφοιτούν κάθε χρόνο παραμείνουν στη χώρα.
«Κάθε χρόνο, το 20% των νοσηλευτών που αποφοιτούν εγκαταλείπουν τη Βουλγαρία και πηγαίνουν να εργαστούν σε άλλες χώρες της Ε.Ε., κυρίως στη Γερμανία, την Αυστρία και το Βέλγιο. Ενα άλλο μέρος μένει στη Βουλγαρία, αλλά δεν ασκεί ποτέ το επάγγελμα, επειδή προτιμά μια πιο καλοπληρωμένη δουλειά», δήλωσε στο Mediapool η Milka Vasileva, πρόεδρος της επαγγελματικής οργάνωσης των νοσηλευτών στη Βουλγαρία.
Τα Μνημόνια
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το επαγγελματικό επιμελητήριο των νοσηλευτών, στη Βουλγαρία υπολογίζεται ότι πάνω από το 50% των νοσηλευτών εργάζονται από 41 έως 80 ώρες την εβδομάδα (μαζί με δεύτερες δουλειές). Οι μισθοί στο Δημόσιο κυμαίνονται μεταξύ 1.000 και 1.500 λέβα (510-766 ευρώ).
Το εντυπωσιακό είναι πως το ουκρανικό ιατρικό προσωπικό που έχει μεταναστεύσει λόγω του πολέμου στη Βουλγαρία αντιμετωπίζει πολύ αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες για την αναγνώριση των διπλωμάτων του. Ετσι, γιατροί και νοσηλευτές από την Ουκρανία αναγκάζονται να εργάζονται ως σερβιτόροι και καμαριέρηδες αντί να περιθάλπουν Βούλγαρους ασθενείς.
Στην Ελλάδα η μετανάστευση νοσηλευτών και γιατρών είχε αρχίσει την περίοδο των Μνημονίων. Σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς της Ενωσης Νοσηλευτών Ελλάδας (ΕΝΕ), περισσότεροι από 1.700 νοσηλευτές έβγαλαν εισιτήριο για χώρα του εξωτερικού χωρίς επιστροφή, ειδικά τη διετία 2014-2015.
Τη χρονική περίοδο 2009-15, το προσωπικό του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 20% (18.869 θέσεις εργασίας από τις οποίες το 50% αφορούσε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού, αναφέρει έκθεση του Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας - ΚΕΠΥ).
Το ΕΣΥ
Κατά τη χρονική περίοδο 2015-19, έγινε μερική αποκατάσταση των απωλειών – 5.581 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων το 23% αφορούσε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού. Αυτό που επισημαίνουν οι νοσηλευτές είναι η δυσμενής αλλαγή των σχέσεων εργασίας. Οπως τονίζεται στην έρευνα του ΚΕΠΥ, η στασιμότητα των μόνιμων θέσεων εργασίας στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και η αντικατάστασή τους με επικουρικό προσωπικό ξεκίνησε ήδη από το 2017 και έγινε κυρίαρχη πρακτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Νοσηλευτικού Προσωπικού (ΠαΣΟΝοΠ) και δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά μελέτες, το 25% των οργανικών θέσεων νοσηλευτών στο ΕΣΥ παραμένουν κενές. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα 1 στις 4 θέσεις που προβλέπονται από τον νόμο δεν καλύπτεται από προσωπικό.
Ωστόσο, οι πραγματικές ανάγκες θεωρούνται πολύ μεγαλύτερες από το 25%, καθώς ο αριθμός των οργανικών θέσεων προκύπτει από παλαιό Προεδρικό Διάταγμα (87/1986), το οποίο θεωρείται ανεπαρκές, αντιεπιστημονικό και ανασφαλές από διεθνείς οργανισμούς (ΠΟΥ, ΟΟΣΑ, ICN).
Στο σύνολο της νοσηλευτικής υπηρεσίας (Π.Ε.-Τ.Ε., τραυματιοφορείς, βοηθοί θαλάμου, βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό, Δ.Ε. βοηθοί νοσηλευτές κτλ) υπάρχουν 30.000 κενές οργανικές θέσεις, εκ των οποίων ένα μέρος των αναγκών καλύπτεται από τους 15.000 συμβασιούχους, αναφέρει στην «Εφ.Συν.» ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ).
Οπως εξηγεί, «οι συμβασιούχοι νοσηλευτές είναι σε μια διαρκή “ομηρία” και ένας ένας παραιτούνται, γιατί είναι συμβασιούχοι και δεν ξέρουν το μέλλον τους. Εχουμε νοσηλευτές που πηγαίνουν στο εξωτερικό για δουλειά. Ειδικά στην Κύπρο, όπου πάνε πολλοί, το ετήσιο συμβόλαιο είναι 40.000 ευρώ, ενώ εδώ παίρνουν 800 ευρώ τον μήνα –ο νεοδιόριστος–, χωρίς να είναι ενταγμένοι στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δουλεύοντας σε εξευτελιστικές συνθήκες.
Εν τω μεταξύ οι συμβασιούχοι, όταν γίνονται προκηρύξεις για μόνιμο προσωπικό, συμμετέχουν με αυξημένη μοριοδότηση και καταλαμβάνουν συνήθως τις θέσεις, οπότε έχουμε ανακύκλωση του ίδιου προσωπικού και παραμένουν τα κενά στα νοσοκομεία».
Η κραυγή των εργαζομένων στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία δεν ακούγεται πλέον στα ΜΜΕ το ίδιο όπως στην περίοδο της πανδημίας. Στο Αττικόν Νοσοκομείο, για παράδειγμα, από τις 816 προβλεπόμενες θέσεις νοσηλευτών είναι καλυμμένες οι 522. Παράλληλα υπηρετούν 130 επικουρικοί συμβασιούχοι και 23 με πρόγραμμα ΟΑΕΔ. Τα πράγματα είναι απλά: «2 νοσηλευτές/τριες ανά 40 ασθενείς σημαίνει λιγότερο από 5 λεπτά νοσηλευτικής φροντίδας ανά ασθενή/βάρδια», ξεκαθαρίζει η ΠαΣΟΝοΠ.
Ασφαλής αναλογία
Στις υποστελεχωμένες νοσηλευτικές υπηρεσίες, κατά την απογευματινή και τη νυχτερινή βάρδια ένας ή στην καλύτερη περίπτωση δύο νοσηλευτές φροντίζουν 35-40 ασθενείς, με όποια επίπτωση μπορεί να έχει αυτό στην ασφάλεια των ασθενών, όταν η ελάχιστη ασφαλής αναλογία είναι 1 νοσηλευτής ανά 5 ασθενείς σε γενικά τμήματα.
Επιπλέον ο δείκτης αναλογίας νοσηλευτών ανά κλίνη στη χώρα μας είναι διαχρονικά ανησυχητικά χαμηλός, αγγίζοντας μόλις το 0,47 για τους νοσηλευτές Π.Ε.-Τ.Ε. και 0,83 για όλες τις βαθμίδες (μελέτη Τζιάλλας κ.ά., 2018). Στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2022 θέτουν τον δείκτη αυτό στο 0,88, ωστόσο, ακόμα κι αν δεχτούμε το καλύτερο σενάριο, η υποστελέχωση παραμένει δραματική.
Πλήθος επιστημονικών μελετών παγκοσμίως έχουν αποδείξει πως ασθενείς σε υποστελεχωμένα τμήματα παρουσιάζουν πάνω από 6% υψηλότερο δείκτη θνησιμότητας. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να αρνείται την κάλυψη των απαιτούμενων μόνιμων θέσεων νοσηλευτών στο ΕΣΥ και την παροχή κινήτρων-ικανοποιητικών μισθών για να παραμείνουν στο σύστημα, είναι δεδομένο πως το brain drain του κλάδου θα αυξηθεί, χωρίς βέβαια να γίνεται καμία προσπάθεια κάλυψης των κενών από ξένους νοσηλευτές, όπως κάνουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν οι Héctor García Barnés και Lola García-Ajofrín (El Confidencial - Ισπανία), Marzio Bartoloni (Il Sole 24 Ore - Ιταλία), Martina Bozukova (Mediapool - Βουλγαρία), Boróka Parászka (HVG - Ουγγαρία)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας