«Η εποχή που χτυπούσαν την Τουρκία μέσω της οικονομίας έχει παρέλθει», διακήρυττε ο Ταγίπ Ερντογάν στις αρχές της εβδομάδας, ρίχνοντας για πολλοστή φορά αλλού το βάρος της ευθύνης για τη νομισματική κρίση που ξαναβιώνει η γείτων, παράλληλα με την υγειονομική και τη διπλωματική, εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων που ο ίδιος ο πρόεδρός της πυροδοτεί, ποντάροντας τα «ρέστα» του στα νεο-οθωμανικά οράματά του.
Ούτε δυο ημέρες μετά, η κατάσταση γύρισε και πάλι χθες μπούμερανγκ στην Αγκυρα, με τη νέα κατάρρευση της τουρκικής λίρας. Ούτε λίγο-ούτε πολύ υποχώρησε σε χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ έναντι του δολαρίου, στις 7,4920 προς ένα. Συνολικά, οι απώλειες του τουρκικού νομίσματος έναντι του αμερικανικού ξεπερνούν φέτος το 20%. Τα δυσάρεστα για το «Λευκό Παλάτι» (το τουρκικό προεδρικό μέγαρο επί εποχής του επίδοξου σύγχρονου «σουλτάνου») δεν σταματούν, φυσικά, εδώ...
Κλίμα αβεβαιότητας
Το εμπορικό έλλειμμα της Τουρκίας -που κατέχει μερίδα του λέοντος στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών- διογκώθηκε τον Αύγουστο, με φόντο ένα κλίμα γενικευμένης αβεβαιότητας που δείχνει να παγιώνεται στη χώρα. Αυτό αποτυπώνεται στην αύξηση των εισαγωγών κατά 21% ετησίως, στα 18,8 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς οι Τούρκοι στράφηκαν στον χρυσό και σε ξένα αγαθά. Οι εξαγωγές, αντίθετα, μειώθηκαν κατά 5,7%, στα 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρακτικά, αυτό «μεταφράστηκε» σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 170% ετησίως ή 6,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Στο μεσοδιάστημα, τα αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας -που ξοδεύει πια το «σάλιο» της για τη στήριξη της λίρας- μειώθηκαν κατά 7,7 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε μόλις έναν μήνα.
Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική κυβέρνηση επιμένει να παρουσιάζει το «ποτήρι» μισογεμάτο, διακατεχόμενη φαινομενικά από μια ασυγκράτητη αισιοδοξία που κατά πολλούς αναλυτές φαντάζει ανεδαφική, ακόμη και για τα δεδομένα μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας όπως είναι η τουρκική. Απτόητος, ο σημερινός «τσάρος» της και προεδρικός γαμπρός, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, περιέγραψε λίγο-πολύ ως ρόδινες τις προοπτικές της. Η Αγκυρα, τόνισε στο πρακτορείο Bloomberg, θα διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα της λίρας, στηρίζοντας τις εξαγωγές, επιδιώκοντας αντιστροφή του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και μειώνοντας την εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από τα ξένα κεφάλαια. Ειδικά τα τελευταία, εν τω μεταξύ, εγκαταλείπουν μαζικά εδώ και καιρό την τουρκική αγορά...
Πώς όμως θα πετύχει η Αγκυρα τους φιλόδοξους αυτούς στόχους; «Θα αυξήσουμε τα έσοδα από τις εξαγωγές και τον τουρισμό μας», είπε ατάραχος ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών, ενόσω οι ειδικοί προειδοποιούν για την απαρχή στη χώρα μιας δεύτερης φάσης της πανδημίας. «Θα παράγουμε εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες που εισάγονται, αυξάνοντας το ποσοστό αποταμίευσης», συμπλήρωσε, την ώρα που ο καλπάζων πληθωρισμός (11,8%) και η εκτινασσόμενη στα ύψη ανεργία (επισήμως κοντά στο 13%) «τσακίζουν» τα τουρκικά νοικοκυριά.
«Θα διοχετεύσουμε τους περισσότερους πόρους μας στην παραγωγή, διατηρώντας μια ανταγωνιστική πολιτική συναλλαγματικών ισοτιμιών», κατέληξε, κάνοντας αισιόδοξες προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης «πάνω από το 5% το 2021». Αυτό, πρόσθεσε, «εφόσον δεν υπάρξει ένα νέο μεγάλο κύμα της πανδημίας».
Μικρή... λεπτομέρεια, προφανώς, για τον Αλμπαϊράκ αποτελεί το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει φτάσει πια σχεδόν στο όριο που έχει θέσει για τη χρηματοδότηση του υπουργείου του, ήτοι των Οικονομικών, ακόμη και μετά τον διπλασιασμό του ποσού στο ισοδύναμο του 10% του ισολογισμού της.
Πειραματισμοί
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Dünya, έχει πλέον αγγίξει το 9,7%, το υψηλότερο επίπεδο λίγο προ της οικονομικής κρίσης του 2001, κυρίως μέσω αγοράς κρατικών ομολόγων και χρέους του ταμείου ανεργίας. Κινήσεις απαραίτητες για την κάλυψη των κυβερνητικών δαπανών και των πακέτων στήριξης μετά και την οικονομική λαίλαπα του COVID-19.
«Η Τουρκία έχει απολέσει την εμπιστοσύνη ξένων πηγών χρηματοδότησης» και «εάν δεν υπάρξει ροή ξένων επενδύσεων, η οικονομία δεν πρόκειται να αναπτυχθεί», παρατηρούσε τις προάλλες στη Wall Street Journal ο Μουσταφά Σονμέζ, οικονομολόγος με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Κατά πολλούς αναλυτές, η κυβέρνηση της Αγκυρας -παρά τους πειραματισμούς της στην οικονομία- βιώνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. «Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ερντογάν έχει κλιμακώσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες για την αναζωπύρωση του θρησκευτικού και εθνικιστικού αισθήματος», γράφει η αμερικανική εφημερίδα, «συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής της Αγίας Σοφίας -από μουσείο που ήταν τα τελευταία 86 χρόνια- ξανά σε τζαμί, ενώ αψηφά την Ελλάδα για τον έλεγχο αμφισβητούμενων μεσογειακών υδάτων».
«Ο Ερντογάν προσπαθεί να συγκρατήσει τη βάση των ψηφοφόρων του», τόνισε ο Σονμέζ, ενόψει και των προγραμματισμένων προεδρικών εκλογών για το -σημαδιακό για την Τουρκία και τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την ίδρυση της δημοκρατίας της- 2023. «Ομως η δυστυχία των πολιτών», παρατηρεί, «ολοένα και αυξάνει»...
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας