Μήπως τελικά καλλιεργείται τεχνηέντως -και διόλου τζάμπα- η ανάγκη για εμβόλια δεύτερης και τρίτης γενιάς ή για τα περίφημα booster shots, τις ενισχυτικές δόσεις που υποτίθεται ότι θα χρειαζόμαστε κάθε χρόνο για προστασία από τα μεταλλαγμένα στελέχη του ενδημικού κορονοϊού; Μήπως τελικά πρόκειται για κερδοσκοπικό μύθο επειδή είναι -και θα είναι- πάρα πολλά τα λεφτά για τις λεγόμενες Big Pharma; Μήπως τελικά τα booster shots καταλήξουν να ενισχύσουν τα μονοπώλια και τις τσέπες μεγαλομετόχων και μεγαλοστελεχών;
Εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ του Reuters -που δεν φημίζεται για αντικαπιταλιστική ιδεοληψία ή διολίσθηση σε θεωρίες συνωμοσίας- επιχειρεί να απαντήσει στα καίρια ερωτήματα με βάση τις εκτιμήσεις κορυφαίων επιστημόνων, οι οποίοι αντικρούουν το αφήγημα που προωθούν με το αζημίωτο οι φαρμακοβιομηχανίες.
Με συνεντεύξεις τους στο ειδησεογραφικό πρακτορείο, περισσότεροι από δώδεκα ειδήμονες λένε ότι αυξάνονται τα αποδεικτικά στοιχεία πως ο τρέχων πρώτος γύρος εμβολιασμών στον κόσμο, όσο αυτοκαταστροφικά άνισος κι αν είναι, ενδέχεται να προσφέρει μακροχρόνια ανοσία στους πληθυσμούς έναντι του κορονοϊού και των μολυσματικότερων παραλλαγών του που έχουν αναδυθεί μέχρι στιγμής.
«Κάποιοι από αυτούς τους επιστήμονες», σημειώνει το Reuters, «εκφράζουν ανησυχία πως οι δημόσιες προσδοκίες γύρω από τις ενισχυτικές δόσεις κατά της Covid-19 καλλιεργούνται από στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών αντί από ειδικούς της υγείας, παρότι πολλοί συμφωνούν ότι είναι σώφρον να προετοιμαστούμε για μια τέτοια ανάγκη. Φοβούνται πως η ώθηση από πλούσιες χώρες για επαναληπτικό εμβολιασμό, ακόμα και εντός του έτους, θα βαθύνει το χάσμα με τις φτωχότερες χώρες, που παλεύουν να αγοράσουν εμβόλια και ίσως χρειαστούν χρόνια για να εμβολιάσουν τους πολίτες τους έστω και μία φορά».
«Δεν βλέπουμε ακόμα τα δεδομένα που θα καθόριζαν μια απόφαση για το κατά πόσον απαιτούνται ενισχυτικές δόσεις», υποστηρίζει η επιδημιολόγος Κέιτ Ο’ Μπράιεν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς και διευθύντρια του τμήματος Ανοσοποίησης, Εμβολίων και Βιολογίας στον ΠΟΥ. Ωστόσο, ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer Αλβέρτος Μπουρλά δήλωνε πρόσφατα ότι θα χρειαστεί «πιθανότατα» μια δόση του σκευάσματος της εταιρείας κάθε δώδεκα μήνες, όπως συμβαίνει με τα αντιγριπικά εμβόλια, ώστε να διατηρηθούν τα υψηλά επίπεδα ανοσίας έναντι του κορονοϊού και των παραλλαγών του.
«Υπάρχουν μηδενικά -και εννοώ μηδενικά- αποδεικτικά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι τα πράγματα είναι έτσι» αντέτεινε ο Τομ Φρίντεν, πρώην διευθυντής των αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). «Είναι τελείως ανάρμοστο να λες ότι πιθανότατα θα χρειαστούμε μια ετήσια ενισχυτική δόση, αφού δεν έχουμε ιδέα πόσες είναι οι πιθανότητες αυτές». Απαντώντας η Pfizer ισχυρίστηκε πως αναμένει να υπάρξει ανάγκη για ενισχυτικές δόσεις όσο ο ιός κυκλοφορεί ευρέως κι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει όταν η πανδημία τεθεί υπό μεγαλύτερο έλεγχο.
Ο Στεφάν Μπανσέλ, από την άλλη, διευθύνων σύμβουλος της Moderna, στοχεύει ώς το φθινόπωρο να παραχθεί εμβόλιο κατά της ανθεκτικής νοτιοαφρικανικής παραλλαγής, αναμένοντας αντίστοιχα ότι θα χρειαστεί τακτική χορήγηση ενισχυτικών δόσεων. Ο δε πρόεδρος της εταιρείας, Στίβεν Χοτζ, θεωρεί επίσης κάτι τέτοιο πιθανό, επικαλούμενος τον δισταγμό έως και την κάθετη άρνηση εμβολιασμού σημαντικής μερίδας πολιτών, που ενδέχεται να φτάσει π.χ. το 30% του πληθυσμού των ΗΠΑ. Οσο συνεχίζεται η κυκλοφορία του ιού, επιμένει, ευπαθείς και ευάλωτοι θα πρέπει να ανανεώνουν την προστασία τους. «Ολες οι κυβερνήσεις βρίσκονται σε συνομιλίες με τη Moderna και άλλες εταιρείες για ενισχυτικές δόσεις» υπογραμμίζει.
Οι Pfizer/BioNTech υποστηρίζουν πως από τα δεδομένα προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα του δικού τους εμβολίου ξεπερνά το 91% έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση κι ετοιμάζονται να διερευνήσουν πόσο ισχυρή παραμένει η ανοσία σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Σύμφωνα δε με τον Ουίλιαμ Γκρούμπερ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Pfizer, η πρόβλεψη για ετήσιες ενισχυτικές δόσεις βασίζεται σε «λιγοστά αποδεικτικά στοιχεία» περί μείωσης της ανοσίας εντός εξαμήνου. Παράλληλα, πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι τα εμβόλια των Pfizer/BioNTech και Moderna παράγουν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων τα οποία λειτουργούν ως «μαξιλάρι» κατά των στελεχών του ιού που είναι γνωστά ώς τώρα, σε συνδυασμό μάλιστα με την προστασία που παρέχουν τα T-λεμφοκύτταρα (T-cells), η υποομάδα δηλαδή λευκών αιμοσφαιρίων που επιτίθενται στα μολυσμένα κύτταρα, σκοτώνοντάς τα.
«Είναι αρκετά πιθανό» να μη χρειαστούν ενισχυτικές δόσεις, δηλώνει στο Reuters ο Αντονι Φάουτσι, ο κορυφαίος Αμερικανός επιδημιολόγος και σύμβουλος του Λευκού Οίκου. «Δεν αποκλείεται οι παραλλαγές να μην αποτελέσουν τόσο μεγάλο πρόβλημα με ένα πραγματικά καλό εμβόλιο, όπως ίσως αναμέναμε», επισημαίνει. Οι επιστήμονες πάντως τονίζουν την ορθότητα της έγκαιρης προετοιμασίας οργανισμών και κυβερνήσεων, δεδομένης της αβεβαιότητας για το τι θα συμβεί μακροπρόθεσμα. Εξ ου κι ο ΠΟΥ συστήνει συμβουλευτική επιτροπή ειδικών, που θα αξιολογεί τα εν εξελίξει δεδομένα για τις αναδυόμενες παραλλαγές και τη διάρκεια της ανοσίας που παρέχουν τα εμβόλια, προκειμένου να προσφέρει καθοδήγηση σε εθνικές υγειονομικές αρχές και κυβερνήσεις οι οποίες έχουν τον τελικό λόγο για τις παραγγελίες και θέλουν να κρατούν καθησυχασμένους τους πολίτες ότι, αν απαιτηθεί, θα υπάρξει νέος γύρος χορήγησης δόσεων.
Οι παγκόσμιες δαπάνες για αγορά εμβολίων κατά της Covid-19 θα μπορούσαν να αγγίξουν τα 157 δισεκατομμύρια δολαρίων μέχρι το 2025, σύμφωνα με την εταιρεία υγειονομικών δεδομένων Iqvia Holdings, με κίνδυνο βέβαια τα φτωχότερα κράτη να παραμείνουν στα κρύα του... ιού.
«Είναι τεράστια η ανησυχία πως πλούσιες χώρες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να χορηγούν ενισχυτικές δόσεις, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο την προμήθεια πρώτων δόσεων εμβολίων», αναγνωρίζει ο Ρατζίβ Βενκάγια, υψηλόβαθμο στέλεχος της Takeda Pharmaceutical Co. Η δε Μόνικα Γκάντι, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο University of California San Francisco, επιμένει αυτονόητα πως οι αποφάσεις για το κατά πόσον πράγματι χρειάζονται ενισχυτικές δόσεις «θα είναι καλύτερα να λαμβάνονται από ειδικούς στη δημόσια υγεία, παρά από διευθύνοντες συμβούλους εταιρειών που θα ωφεληθούν οικονομικά».
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας