Οταν προέκυψε η ιδέα να προσκαλέσουμε τον Μάσιμο ντε Βίτα στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ κόμικς και κινουμένων σχεδίων Chaniartoon στα Χανιά, ήμουν σχετικά επιφυλακτικός. Η αρχισυντάκτρια του Ιταλικού «Topolino», του αντίστοιχου εβδομαδιαίου «Μίκυ Μάους», με είχε προϊδεάσει πως «δεν λατρεύει τις δημόσιες εμφανίσεις, αλλά λατρεύει την Ελλάδα! Ισως έτσι να τον καταφέρετε». Πράγματι, ο μύθος γύρω από το όνομά του, καθώς και το γεγονός ότι σπανίως παρευρισκόταν σε μεγάλα φεστιβάλ κόμικς στην Ιταλία, ήταν ανασταλτικοί παράγοντες. Αλλά τι θα χάσουμε να δοκιμάσουμε; Ηδη από το πρώτο μας τηλεφώνημα είχα εκπλαγεί, όχι μόνο από την απλότητα και τη διαθεσιμότητά του, αλλά και από τον ενθουσιασμό με τον οποίο μιλούσε για την Ελλάδα, διανθίζοντας τη συζήτηση με ολόσωστα ελληνικά που είχε μάθει «στον δρόμο», όπως χαρακτηριστικά δήλωνε με κάθε ευκαιρία.
Πράγματι, ο Μάσιμο ντε Βίτα επισκεπτόταν την Ελλάδα ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 – θυμάται ότι την πρώτη φορά που επισκέφτηκε με μηχανή τη Χαλκιδική, δεν είχε φτάσει ακόμα το δίκτυο ηλεκτροδότησης στην περιοχή. «Εγώ αυτή την Ελλάδα λάτρεψα, την παλιά Ελλάδα που γνώρισα στα πρώτα ταξίδια μου. Πέρασα τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου βυθισμένος στη μαγεία της χώρας σας». Σε ένα από τα πρώτα ταξίδια του στην Αττική, ρώτησε κάποιον Ελληνα ποιο είναι το πιο όμορφο μέρος της χώρας, κι αυτός του απάντησε τη Σκιάθο. Ο Μάσιμο τον εμπιστεύτηκε, κι έκτοτε ερωτεύτηκε τις Σποράδες. Κάθε χρόνο, ταξίδευε οικογενειακώς με ένα Volkswagen Camper, φτάνοντας διά μέσου της τότε Γιουγκοσλαβίας στο λιμάνι του Βόλου, για να περάσει απέναντι. Εκεί τον περίμενε κάθε καλοκαίρι το φουσκωτό 5 μέτρων που είχε αγοράσει για να κάνει βόλτες στο Αιγαίο και να ψαρεύει, με ιδιαίτερη προτίμηση στους σαργούς που έπιανε με το ψαροντούφεκο. «Εκείνα τα χρόνια κάναμε διαγωνισμό με τους υπόλοιπους ψαράδες, ποιος έπιασε το μεγαλύτερο. Περνούσαμε όλο το καλοκαίρι στο νησί, γι’ αυτό πολλές από τις ιστορίες μου τις σχεδίασα όσο βρισκόμουν στην Ελλάδα».

Ο Ντε Βίτα όμως σχεδίασε και ιστορίες που διαδραματίζονταν στη χώρα μας, εμπνεόμενες από τις εμπειρίες του. Μία από αυτές ήταν «Το Μυστήριο της Ψαθούρας», όπου ο καθηγητής Ζαποτέκ χάνεται στο βορειότερο ερημονήσι των Σποράδων, έναν λατρεμένο προορισμό του Ιταλού καλλιτέχνη: «Ηταν ο Παράδεισος! Ηταν γεμάτη ψάρια, την προσέγγιζαν μόνο οι ψαράδες της Αλοννήσου και της Σκοπέλου. Μόνο οι επιστάτες του φάρου έμεναν εκεί και βοηθούσαν με το γαϊδουράκι τους όποιον έφτανε με το καΐκι να ξεφορτώσει».
Η άλλη είναι «Η Εβδομη Μονή των Μετεώρων» με τον Σερ Μίκυ, για την οποία μιλήσαμε στο Καρέ Καρέ στις 12.10.2024. Αν και η ιστορία διαδραματίζεται στα Μετέωρα, το υπαρκτό πρόσωπο στο οποίο στηρίχτηκε ο… Γκουφόδουλος, όπως μεταφράστηκε ο «Pater Pipparius», ήταν ο πατέρας Νεκτάριος, ένας μοναχός που γνώρισε στο νησάκι της Κυρα-Παναγιάς Αλοννήσου, η οποία αποτελεί ιδιοκτησία της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ορους. «Ηταν σαν πατέρας μου, μου δίδαξε πάρα πολλά. Ζούσε σαν ερημίτης και ήταν υπεύθυνος για όλα, καλλιεργούσε, άρμεγε, έφτιαχνε τυρί, λάδι... Τον επισκέφτηκα πολλές φορές, ήταν πάντοτε φιλόξενος και καταπληκτικός μάγειρας. Ζύμωνε το πιο νόστιμο ψωμί και έψηνε τα ψάρια που ψαρεύαμε».
Ο Μάσιμο ντε Βίτα δέχτηκε μετά χαράς την πρόσκληση στα Χανιά και, όταν συναντηθήκαμε, πίστευα ότι ήξερα ήδη αρκετά για αυτόν και τη σχέση του με την Ελλάδα. Δε σταμάτησε όμως να με εκπλήσσει, καθώς μου διηγούνταν τα υπόλοιπα ταξίδια που έκανε αργότερα με το ιστιοπλοϊκό δεκατεσσάρων μέτρων που είχε μόνιμα δεμένο στη χώρα, αλλά και το ιδιαίτερο δέσιμο που είχε με την Κρήτη.
Απολάμβανε ιδιαίτερα το μπάνιο στην παραλία του Σταυρού, αλλά ακόμα περισσότερο να περιγράφει σε ποιο σημείο γυρίστηκε η κάθε σκηνή του «Αλέξη Ζορμπά», μεταξύ των οποίων η περίφημη σκηνή με το συρτάκι. Είχα μάλιστα την τύχη να μεταφράσω μια ενδιαφέρουσα μεταμεσονύκτια συζήτηση που έκανε για το θέμα με τον Soloup, ο οποίος εκείνες τις ημέρες παρουσίαζε τον δικό του «Ζορμπά», με μια έκθεση αφιερωμένη στο νέο γκράφικ νόβελ. Οντας λάτρης του ελληνικού κινηματογράφου, με άλλη αφορμή βρέθηκε να συζητάει με τον Τάσο Ζαφειριάδη για το έργο του Αγγελόπουλου, με ειδική μνεία στον «Θίασο», το χαρακτηριστικό μονοπλάνο και τα επίπεδα αφήγησης.
Απ’ όπου κι αν το πιάσεις, η φεστιβαλική εμπειρία με τον Μάσιμο ντε Βίτα ήταν μοναδική. Μπάνια στον Μπάλο, εκδρομές στην Κίσσαμο, ταβέρνες στο Θέρισο… Κάπου κάπου, συζητούσαμε και για κόμικς. Αναπόδραστα, κάθε τόσο αναφερόμασταν στο magnum opus του, που δεν είναι άλλο από «Το Σπαθί των Πάγων», μία επική τριλογία με πρωταγωνιστές τον Μίκυ και τον Γκούφυ. Ωστόσο, ο σκοπός του Ντε Βίτα δεν ήταν να υμνήσει αλλά να διακωμωδήσει το στοιχείο της επικής φαντασίας στην σύγχρονη μαζική κουλτούρα. Και το κατάφερε, πειραματιζόμενος ταυτόχρονα με τους κανόνες του Μέσου, όπως στην «Επιστροφή του Ιππότη της Ομίχλης», του τρίτου μέρους της ιστορίας.
Η περίφημη «λευκή» σελίδα, η οποία αποτυπώνει την μετάβαση του Μίκυ από τη μία διάσταση στην άλλη, ήταν μία χαρακτηριστική περίπτωση «μετα-κόμικς», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. «Όταν παρέδωσα την ιστορία στα γραφεία της σύνταξης, ο τότε διευθυντής έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ‘πονηρέ, αυτή θα σου την πληρώσω λιγότερο’, υπονοώντας ότι δεν ήταν ολόκληρη. Κι όμως, αυτή η σελίδα εκθειάστηκε από τους κριτικούς της εποχής – μερικοί μάλιστα έφτασαν να την μνημονεύουν ως την πιο σημαντική σελίδα στην ιστορία των κόμικς!»
Η τάση του Ντε Βίτα να σπάει τον τέταρτο τοίχο θυμίζουν έναν άλλον θρυλικό Ιταλό καλλιτέχνη, τον Λούτσιο Φοντάνα, με τους τολμηρούς τεμαχισμένους καμβάδες του. Θρυμματίζοντας την απόσταση μεταξύ του έργου και του καλλιτέχνη, και συνεπώς του τελευταίου και του αναγνώστη, «θέλω να δείξω πως υπάρχει και κάτι πέρα από το κόμικς, να περάσω το μήνυμα πως τα κόμικς δεν είναι μόνο αυτό που βλέπει». Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κλασικές ιστορίες του Ντε Βίτα, όπως «Το Σπαθί των Πάγων» και η «Ζωδιακή Πέτρα» χαρακτηρίστηκαν αριστουργήματα. «Για μένα, οι τρεις ιστορίες που έγραψα μαζί με τη γυναίκα μου την Πέτρα, είναι τα τρία μικρά μου αριστουργήματα: «Το Παιχνίδι της Χήνας», «Η Κοιλάδα με τα Αρκουδάκια» και «Η Επιστροφή των Μεγαλοπόδαρων». Βρήκα τις ιδέες της πολύ έξυπνες και διασκεδαστικές. Φυσικά, είχε συμβάλλει με τις συμβουλές της στην συγγραφή πολλών ακόμα ιστοριών μου».
Οι ιστορίες του Ντε Βίτα αποπνέουν πάντοτε κάτι από την περιπετειώδη φύση του, αλλά και από την ιδιαίτερα σαρκαστική του προσέγγιση. «Το μότο μου είναι πως "ο σαρκασμός θα σώσει τον κόσμο". Ακόμη και τώρα αισθάνομαι παιδί, ακόμα και ως καλλιτέχνης πάντοτε αναρωτιόμουν τι θα ήθελε το παιδί μέσα μου να δει στη συνέχεια της ιστορίας. Αν συγκινείται ο δημιουργός καθώς γράφει, τότε συγκινείται και ο αναγνώστης».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας