«Ο παππούς μου, που μοιραζόμαστε το ίδιο ονοματεπώνυμο, ήταν ράφτης. Γεννηθείς το 1901, είχε ήδη δικό του μαγαζί στην Κωνσταντινούπολη όταν αναγκάστηκε να φύγει μετά την καταστροφή. Συνέχισε αυτήν τη δουλειά στη νέα του πατρίδα για το υπόλοιπο της επαγγελματικής του ζωής. Οταν γύρισα στην πόλη μου μετά τις σπουδές στη συμπρωτεύουσα, κυριεύτηκα από μια μανία να ερευνήσω την οικογενειακή μου μικροϊστορία και στην κυριολεξία να σκαλίζω το σπίτι που μεγάλωσα. Σκέφτηκα ότι έτσι μπορώ να συνειδητοποιήσω από πού προέρχομαι ώστε κάποια στιγμή να πάω παραπέρα. Επρεπε να συμφιλιωθώ με το μέρος που ποτέ δεν ένιωθα ότι ανήκω και ίσως κάποτε κατάφερνα να το οικειοποιηθώ. Μια ραπτομηχανή σε αχρηστία από την εποχή που η μητέρα μου περνούσε μια περίοδο εξερεύνησης της κοπτικής-ραπτικής, σε συνδυασμό με το επάγγελμα του παππού μου και τη δική μου ενασχόληση με τα κόμικς, ίσως ήταν το μείγμα μέσα στο οποίο πήρε μορφή η ιδέα ενός χάρτινου ήρωα που κατασκευάζει ο ίδιος μια υπερηρωική στολή και με τη μυστική του ταυτότητα προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το μέρος από όπου κατάγεται».
Με αυτόν τον προσωπικό πρόλογο, ο Πέτρος Χριστούλιας διευκρινίζει τα κίνητρα και τις αφορμές που είχε για να φιλοτεχνήσει μια χιουμοριστική και πολύ συναισθηματική ιστορία με επίκεντρο τη γενέτειρά του, τη Χαλκίδα. «Η Μυστική Ταυτότητα» (εκδόσεις Ενατη Διάσταση, δημοσιευόταν από το 2009 ώς το 2019 στο περιοδικό «Αν») έχει πρωταγωνιστή κάποιον καλοσυνάτο νέο άνδρα που φιλοδοξεί να σώσει τον κόσμο. Κι αν όχι ολόκληρο τον κόσμο, τουλάχιστον τον δικό του μικρόκοσμο, τη γειτονιά του. Ράβει στη ραπτομηχανή μια αυτοσχέδια στολή, φορά ένα σουρωτήρι στο πιγούνι κι ένα σορτσάκι πάνω από τη φόρμα του και ξεχύνεται στην πόλη με τα αθλητικά του παπούτσια. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τις πιο μεγάλες προκλήσεις: με τους παλιούς του συμμαθητές, με τον καύσωνα, με τα λασπόνερα που εκτοξεύουν τα αυτοκίνητα, με πλανόδιους πωλητές καρπουζιών, με τις απορίες των παιδιών, με τις γιαγιάδες που κολυμπούν, με τους πολιτικάντηδες που μοιράζουν υποσχέσεις, με τον Αϊ-Βασίλη.
Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι ο έρωτας της ζωής του, η γυναίκα μπρος στην οποία όλες οι «υπερηρωικές» δυνάμεις πάνε περίπατο. Τόση κούραση όμως έχει και συνέπειες. Κι έτσι ο φιλόδοξος και καλοπροαίρετος «υπερήρωας», που μόνο αυτός αντιλαμβάνεται ως τέτοιον τον εαυτό του, ταξιδεύει στα όνειρά του στη Μικρασιατική Καταστροφή, καταδιώκεται από την Γκεστάπο, ζει τον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη για να ξυπνήσει απότομα και να προσγειωθεί στην πεζότητα των όμορφων, ατομικών φαντασιώσεών του.
Το πολύ προσεγμένο επίμετρο του βιβλίου με το φωτογραφικό και εικονογραφικό υλικό που συνοδεύει το παράρτημα εξηγούν ακόμα καλύτερα τη δράση του μοναχικού vigilante μιας μικρής επαρχιακής πόλης στην επαρχία του κόσμου την ώρα που αυτός ονειρεύεται τη μητρόπολη. Ολοκληρώνοντας αυτήν την όμορφη συλλογή για τα όνειρα και τις πτήσεις που όσο πιο ψηλές είναι τόσο περισσότερο πονάνε οι πτώσεις.
Ενας άλλος αλλόκοτος «υπερήρωας» ή, καλύτερα, μια υπερηρωική καρικατούρα μεταφερμένη στον μεταπολεμικό Πειραιά είναι ο Νυχτερίδας, πρωταγωνιστής στην «Τριλογία του Νυχτερίδα» (εκδόσεις Jemma Press). Ο ογκώδης τόμος του Πέτρου Χριστούλια περιλαμβάνει τις ιστορίες «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» και «Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ», που είχαν κυκλοφορήσει τα προηγούμενα χρόνια σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και το ακυκλοφόρητο «Η Νυχτερίδα της Ασφάλτου». Και στις τρεις συνέχειες είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερα τεύχη του Καρέ Καρέ, αλλά η επίτομη έκδοση με το σύνολο του έως τώρα παραχθέντος υλικού με κεντρικό χαρακτήρα τον Ελληνα αξύριστο «Μπάτμαν» δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αποκτήσει μια συνολική εικόνα του παράξενου πρωταγωνιστή.
Ολες οι ιστορίες εκτυλίσσονται τη δεκαετία του 1950, σε μια Ελλάδα τόσο μακρινή αλλά και τόσο κοντινή. Με μια αυτοσχέδια στολή κι αυτός, φανατικός καπνιστής, με πεσμένα αυτιά και με επιτηδευμένα αφημένα γένια, ο Νυχτερίδας πνίγει τον πόνο του στη ρετσίνα και ξεχνά τη μοναξιά του σε κουτούκια και ρεμπετάδικα. Ερωτευμένος με την τραγουδιάρα τη Θοδώρα, εξομολογείται τη ζωή του στον κάπελα: «Εμένα που με βλέπεις, φίλε μου, ορφάνεψα νωρίς! Τους γονείς μου τούς έφαγε μπαμπέσικα κάποιος τζουτζές σε ένα στενοσόκακο κάτω στην Κοκκινιά. Εγώ έρχομαι εδώ να ακούω τη Θοδώρα και να ματώνει η καρδούλα μου». Και με την προφανή αναφορά στον Μπάτμαν που ορφάνεψε σε ένα στενοσόκακο στο Γκόθαμ, συστήνεται ως Κάπτεν-Μπατ ή «Καπετάν Νυχτερίδας στα ξένα».
Υπηρέτης του και φωνή της λογικής είναι φυσικά κάποιος Αλμπερτ και βοηθός του ο Δεκαοχτούρας στον ρόλο του Ρόμπιν. Από παρόμοιες αναφορές σφύζει το πρώτο μέρος της τριλογίας που, εκτός από τις νύξεις στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής της μαύρης Δεξιάς και το πανταχού παρόν χιούμορ, αποτελεί μια σπάνια ηθογραφία της ελληνικής μικροαστικής και λαϊκής τάξης.
Στο δεύτερο μέρος της σειράς, ο Καπετάν Νυχτερίδας αφήνει για λίγο τον Πειραιά και τις συνοικίες του και μεταφέρει τη δράση του στην Αθήνα, όχι με τόση ευχαρίστηση είναι αλήθεια: «Δεν μου αρέσει να ανεβαίνω στην Αθήνα. Ειδικά στο Κολωνάκι με όλους αυτούς τους ξιπασμένους αστούς», μονολογεί οδηγώντας το ιδιότυπο μπάτμομπίλ του. Θα ζήσει την περιπέτεια στην Πλάκα, στη σκιά της Ακρόπολης, θα γνωρίσει έναν νέο έρωτα, την Ασημίνα, και θα κατορθώσει να λύσει ακόμη ένα μυστήριο.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η δράση ξαναγυρίζει στον Πειραιά και συγκεκριμένα στα Ταμπούρια, όπου ο Νυχτερίδας θα γνωρίσει το μέντιουμ Ζαΐρα, θα μπλεχτεί με τα μέλη ενός περιφερόμενου μπουλουκιού, θα γίνει φίλος με τον Μίμη τον Ατλα και θα ξεφύγει από τους ασφαλίτες που τον καταδιώκουν σε έναν μεταφορικό «Γύρο του Θανάτου», θα αποκαλύψει το σκοτεινό έργο ενός μαυραγορίτη. Και θα στεφθεί και πάλι νικητής κατορθώνοντας να περιστείλει τον αυθορμητισμό και τον συνήθη υπερηρωικό ναρκισσισμό του λέγοντας στον απορημένο Δεκαοχτούρα: «Αυτή τη φορά δεν θα αφήσω το υπερεγώ μου να γίνει εμπόδιο».
Στην μπόνους ιστορία του τόμου, μάλιστα, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι ο Νυχτερίδας συνεχίζει το έργο του τρεις δεκαετίες μετά, σε προχωρημένη ηλικία, αλλά ακόμη ακμαίος και ακαταπόνητος όπως ο Μπάτμαν στη σειρά «Σκοτεινός Ιππότης» του Φρανκ Μίλερ. Με την Εντούρο του Δεκαοχτούρα, πάνε μαζί σε μια ντίσκο των 80s και μπλέκουν σε έναν καβγά για να ακολουθήσει καταδίωξη με μηχανές υπό το βλέμμα των αφισών με τον Ανδρέα Παπανδρέου να διαλαλεί την «Αλλαγή». Για να κλείσει έτσι αυτή η ιδιότυπη τετραλογία –όχι όμως και η χάρτινη «ζωή» του αλλόκοτου χαρακτήρα– που συνοδεύεται από ένα παράρτημα με τις επιπλέον εμφανίσεις του Νυχτερίδα σε άλλα μέσα και έναν επίλογο του Πέτρου Χριστούλια που καταλήγει ως εξής: «Πουθενά δεν εξηγείται επαρκώς γιατί ο Νυχτερίδας κυκλοφορεί ντυμένος έτσι σαν μασκαράς. Ισως έχει να κάνει με κάποιο τραύμα από την εποχή που τα αλητάκια του λιμανιού τον κορόιδευαν που οι γονείς του τον έντυναν ναυτάκι και τον έσερναν στους παραλιακούς τους περιπάτους στον Πειραιά.
Μπορεί απλά πίσω από τη μάσκα να νιώθει ότι κρύβει όλα εκείνα που δεν θα του επέτρεπαν να κυκλοφορεί στα στέκια που δεν πιστεύει ότι ανήκει πραγματικά. Εγώ πάντως πίσω από τη μάσκα του Νυχτερίδα είχα την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξω εποχές που πάντα με γοήτευαν».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας