Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) σκεπάζονται από ένα τεράστιο «αν». Αν είχε γεννηθεί σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα αντί για την επαρχία της Ελλάδας σε μια ταραγμένη περίοδο, αν δεν βασανιζόταν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του από ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν είχε περάσει δεκαετίες έγκλειστος σε ιδρύματα, αν η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα, αν διέθετε τα μέσα και τα υλικά για να δημιουργήσει απρόσκοπτα όλα όσα σκαρφιζόταν η φαντασία του, όλα όσα οραματιζόταν, αν η πολιτεία και οι συνάδελφοί του είχαν ανακαλύψει νωρίτερα το ταλέντο και το μεγαλείο του;
Αν σε μια εποχή που η τέχνη άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα κατεύθυνση και οι πρωτοπορίες πειραματίζονταν αδιάκοπα προκαλώντας διαδοχικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις στο πλαίσιο μιας τυρβώδους μετάβασης από το κλασικό στο μοντέρνο αυτός δεν ήταν σιδηροδέσμιος σε σκοτεινά, υγρά υπόγεια; Τα ατέλειωτα «αν» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα.
Αυτό που έχει μείνει είναι ένα μοναδικό αλλά μικρό σε όγκο έργο και πολλές εικασίες για τη ζωή του, τη σκέψη του, την προσωπικότητά του που τον κατέστησαν «μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του νέου βιβλίου των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Πατάκη). «Γιαν Χαλεπάς» ήταν η υπογραφή του και αυτός είναι και ο τίτλος της ελεύθερης βιογραφίας του που φωτίζει τη σκοτεινή και δύσκολη ζωή του, παρουσιάζει τα σπουδαιότερα έργα του, μα πάνω απ’ όλα αποπειράται να ερμηνεύσει τις πηγές της έμπνευσής του και τις αφορμές πίσω από τα γλυπτά του.
Οι Βανέλλης και Πέτρου έχουν συνεργαστεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, προσαρμόζοντας σε κόμικς ορισμένα από τα εμβληματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Παραρλάμα και Αλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και Αλλες Φανταστικές Ιστορίες» με διηγήματα των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Καραγάτση), αλλά είναι η πρώτη φορά που φιλοτεχνούν μια βιογραφία και μάλιστα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Προς τούτο, εργάστηκαν επί σειρά ετών μελετώντας έργα με επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας αντικειμενικά στοιχεία, έγγραφα, τεκμήρια και επιστολές, επιχειρώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς στις περιγραφές και τις εκτιμήσεις τους.
Εκεί, όμως, που τα ίχνη χάνονται, προσθέτουν τη δική τους εκδοχή και, καλλιτεχνική αδεία, ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα και τα αποτελέσματά τους στο έργο του Χαλεπά. Εμπλουτίζουν την αφήγησή τους με δημοσιογραφικά άρθρα εφημερίδων, καλλιτεχνικές κριτικές και δημόσια διατυπωμένες απόψεις της εποχής και την ίδια στιγμή «αυθαιρετούν» αναπόφευκτα παρουσιάζοντας τα ξεσπάσματα του γλύπτη, τη μοναξιά του και τη βύθισή του στην παράνοια και την αποξένωση.
Κι αυτό είναι που κάνει τη βιογραφία του Χαλεπά ένα νέο, αυτόνομο έργο, με τη δική του αυταξία, ικανό να συγκινήσει ακόμα και τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τη γλυπτική των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά επιθυμεί να γνωρίσει τις συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα του 1900, τις απόψεις για την ψυχική υγεία και τους πάσχοντες, τη βαναυσότητα των «θεραπειών», τη στάση του κράτους και των θεσμών του απέναντι στους καλλιτέχνες κ.λπ.
Γεννημένος στο νησί των γλυπτών, την Τήνο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έμαθε από μικρός να σμιλεύει την πέτρα και όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Από εκεί βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου αλλά, όταν ο Ναός της Ευαγγελίστριας Τήνου αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του για να τη δώσει σε έναν φοιτητή μηχανικής, επέστρεψε στην Αθήνα και από κει στη γενέτειρά του. Εργαζόταν οργιωδώς και είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται όταν το 1879 άρχισε η περιπέτεια της ψυχικής υγείας του. Κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας όταν ήταν 37 ετών και έμεινε εκεί 14 χρόνια.
Οταν επέστρεψε στην Τήνο ως «ακίνδυνος» αλλά και στιγματισμένος με τη στάμπα του «τρελού», έγινε βοσκός και έκανε θελήματα για τους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έρχεται η «ανάσταση». Μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, φαίνεται πως ο Γιαννούλης, που πλησιάζει τα εβδομήντα χρόνια του, ξεπερνάει κάποια από τα προβλήματά του και δουλεύει και πάλι συστηματικά. Τον επισκέπτονται καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και κριτικοί.
Μετακομίζει στην Αθήνα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου τιμάται από διάφορους φορείς, παίρνει επαίνους, βραβεία και μετάλλια για το σύνολο του έργου του, έστω κι αν είχε ζήσει περίπου πέντε δεκαετίες στην αφάνεια. Χτυπημένος από ημιπληγία, πέθανε το 1938, καθηλωμένος στο κρεβάτι του αλλά αναγνωρισμένος από όλους ως ο μεγαλύτερος Ελληνας γλύπτης μετά την αρχαιότητα.
Γράφουν οι Βανέλλης και Πέτρου: «Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε από το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ηθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ». Τα σπουδαιότερα γλυπτά του, όπως η «Αναπαυομένη», η «Κοιμωμένη», ο «Μέγας Αλέξανδρος Ζων και Νεκρός» κ.ά., δημιουργημένα με πενιχρά μέσα και με πρωτότυπες μεθόδους, αποτελούν εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής τέχνης της οποίας υπήρξε χαρακτηριστικός «εκπρόσωπος».
Το μοναδικό έργο του και την ταραγμένη ζωή του μάς συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η εξαιρετική δουλειά των Βανέλλη και Πέτρου.
Ο Ενδοξος Παράφρων
Τα παθήματα του Χαλεπά, του περηφανεστέρου Ελληνος καλλιτέχνου, προεκάλεσαν συγκίνησιν εις τον Καλλιτεχνικόν Κόσμον και εις τον κόσμον των Γραμμάτων. Το τραγικόν καλλιτεχνικόν του τέλος, όπερ περιέγραψα εις δύο μου χρονογραφήματα, προεκάλεσε άρθρα και χρονογραφήματα, έλαβον δε πλήθος επιστολών και ποιήματα ακόμη αφιερωμένα εις τον ταλαίπωρον Χαλεπάν. Ολα αυτά δεικνύουν ότι υπάρχει ενταύθα κάποιος κόσμος ζων και κινούμενος, είναι δε ούτος ο πνευματικός λεγόμενος κόσμος της Ελλάδος.
Είνε τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το κράτος, ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσους και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτη 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε, εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας, διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξηρό ψωμί εις εκείνον όστις, όταν περάσουν δύο-τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θα αποτελή την δόξαν της γενεάς καθ’ ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του.
Αρθρο του Θεόδωρου Βελλιανίτη, δημοσιευμένο στις 4 Φεβρουαρίου 1915 όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Πέτρου και Βανέλλη (με την πρωτότυπη ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας