Η Κοινωνιοβιολογία από τη γέννησή της και προγραμματικά ήταν μια φιλόδοξη προσπάθεια ενοποίησης των όσων γνωρίζουμε σχετικά με τη βιολογική και την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, στόχευε στην ανάδειξη της ενότητας του ανθρώπου με τη φύση και κατ’ αυτόν τον τρόπο στην επανενοποίηση των δύο αυστηρά οριοθετημένων «πολιτισμών», του επιστημονικού με τον ανθρωπιστικό.
Ωστόσο, αυτή η ανάγκη υπέρβασης του διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο κουλτούρες (επιστημονική και ανθρωπιστική) εκφράστηκε από την Κοινωνιοβιολογία με τρόπο ανεπαρκή και μεροληπτικό, αφού ανάγει μονόπλευρα το κοινωνικό στο βιολογικό. Ετσι, στην παρούσα μορφή της η Κοινωνιοβιολογία κατέληξε να στηρίζει τη μετανεωτερική ιδεολογία, να νομιμοποιεί επιστημονικά τις πιο ανελέητες οικονομικές πολιτικές και τις πιο ιδιοτελείς κοινωνικές σχέσεις.
Ο άνθρωπος δεν είναι το μοναδικό ζωικό είδος που έχει την ικανότητα να συναισθάνεται τους άλλους και να κοινοποιεί τα αισθήματά του. Τα περισσότερα κοινωνικά ζώα, και κυρίως τα θηλαστικά, διαθέτουν τις αναγκαίες βιολογικές υποδομές για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών τους αναγκών. Γεγονός που το είχε αναγνωρίσει και διερευνήσει επιστημονικά ο Δαρβίνος ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στο περίφημο βιβλίο του «Η καταγωγή του ανθρώπου».
Σε αυτό το βιβλίο ο πατέρας της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας περιέγραψε με σχετική ακρίβεια την εντυπωσιακή ικανότητα πολλών θηλαστικών να αντιλαμβάνονται τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα των άλλων ζώων. Ο Δαρβίνος μάλιστα αποκάλεσε αυτή την ικανότητα «αίσθημα συμπάθειας» (sympathy), ό,τι δηλαδή σήμερα οι νευροεπιστήμονες και οι εξελικτικοί ψυχολόγοι περιγράφουν ως «ενσυναίσθηση» (empathy)!
Χρειάστηκε ωστόσο πάνω από ένας αιώνας μέχρι να συνειδητοποιήσει η Βιολογία όλες τις πτυχές του δυσεπίλυτου γρίφου «Φύση ή Πολιτισμός;» και να αρχίσει να διερευνά όχι μόνο τις «εξωτερικές» περιβαλλοντικές-ιστορικές αναγκαιότητες αλλά και τις «εσωτερικές» βιολογικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση των ιδιαίτερων εγκεφαλικών-νοητικών ικανοτήτων μας.
Η εξέλιξη της «κοινωνικότητας» από τον Δαρβίνο στον Γουίλσον
Ηδη από την εποχή του Δαρβίνου ήταν σαφές πως η σταδιακή εξέλιξη των κατάλληλων βιολογικών δομών (κυρίως εγκεφαλικών) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση των πιο σύνθετων νοητικών και κοινωνικών συμπεριφορών του ανθρώπινου είδους.
Τους δύο τελευταίους αιώνες όλο και περισσότεροι επιστήμονες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση των σύνθετων νοητικών-κοινωνικών συμπεριφορών μας δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί όσο θα επιμένουμε να υποτιμάμε ή σκοπίμως να παραβλέπουμε τις βιολογικές προϋποθέσεις τους. Πράγματι, κατά τον εικοστό αιώνα η Ηθολογία και κατόπιν η Κοινωνιοβιολογία θα διευρύνουν και θα εμπλουτίσουν το εξελικτικό μοντέλο κατανόησης της ζωικής και της ανθρώπινης συμπεριφοράς που είχε πρώτος προτείνει ο Δαρβίνος.
Ο όρος «Κοινωνιοβιολογία» εισάγεται από τον επιφανή Αμερικανό εντομολόγο Εντουαρντ Ο. Γουίλσον (E. O. Wilson), καθηγητή Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, για να περιγράψει το νέο ερευνητικό πρόγραμμα που στοχεύει στην εξήγηση με βιολογικούς-εξελικτικούς όρους κάθε κοινωνικής συμπεριφοράς, από τα απλούστερα ζώα μέχρι τον άνθρωπο.
Και τυπική ημερομηνία γένεσης αυτού του νέου επιστημονικού κλάδου θεωρείται το 1975, χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο του Γουίλσον «Κοινωνιοβιολογία. Η νέα σύνθεση» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Σύναλμα»).
Η «νέα σύνθεση» στον τίτλο του βιβλίου παραπέμπει ρητά στην πολύ επιτυχημένη ενοποίηση της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης με την επιστήμη της γενετικής τις δεκαετίες 1930 και 1940. Ο Γουίλσον λοιπόν με το έργο του προαναγγέλλει το επόμενο μεγάλο βήμα για την εξελικτική θεωρία: την επέκταση και διεύρυνση των νεοδαρβινικών εξηγήσεων στην ανθρώπινη κοινωνική-πολιτισμική συμπεριφορά και συνεπώς την πολυπόθητη γνωστική ενοποίηση της Βιολογίας με την Ανθρωπολογία και την Κοινωνιολογία!
Πώς όμως επιχείρησαν να υλοποιήσουν αυτό το υπερβολικά φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα οι κοινωνιοβιολόγοι; Η αρχική απάντηση του Γουίλσον ήταν: εξηγώντας με βιολογικούς, δηλαδή εξελικτικούς και γενετικούς, όρους κάθε ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά.
Πράγματι οι κοινωνιοβιολόγοι, βασιζόμενοι κυρίως στις κατακτήσεις της γενετικής των πληθυσμών και στις καλά εδραιωμένες εξελικτικές προσεγγίσεις της νέας εξελικτικής σύνθεσης (νεοδαρβινισμός), θεώρησαν ότι διέθεταν επαρκή θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία για να πραγματοποιήσουν το νέο και αποφασιστικό άλμα: να εξηγήσουν με αποκλειστικά βιολογικούς και άρα γενετικούς όρους την πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά όλων των έμβιων οργανισμών, από τα μυρμήγκια και τις μέλισσες μέχρι τους... ανθρώπους.
Τα ιδιοτελή γονίδια της ανιδιοτελούς συμπεριφοράς
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την κοινωνική αλληλεγγύη, τον αλτρουισμό και τη συνεργασία, δύο σπουδαίοι γενετιστές, ο Αμερικανός Τζορτζ Γουίλιαμς (George Williams) και ο Βρετανός Γουίλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton), πρότειναν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μια πολύ περίεργη αλλά ενδιαφέρουσα γονιδιοκεντρική εξήγηση. Μέσω της στατιστικής γενετικής αυτοί οι ερευνητές έδειξαν ότι η φαινομενικά ανιδιοτελής αλτρουιστική συμπεριφορά αποτελεί στην πραγματικότητα τη «σατανική» στρατηγική που υιοθετούν τα ιδιοτελή γονίδια των οργανισμών προκειμένου να αναπαραχθούν.
Από τη σκοπιά των γονιδίων λοιπόν τόσο ο συγκινητικός αλτρουισμός όσο και η φαινομενικά ανιδιοτελής αλληλεγγύη που εκδηλώνουν τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας (ζωικής ή ανθρώπινης, αδιάφορο) δεν είναι τίποτα άλλο από συγκαλυμμένη ιδιοτέλεια: τίποτε περισσότερο από ψυχρή αναπαραγωγική λογιστική και γονιδιακός εγωισμός!
Σύμφωνα με την «ορθόδοξη» εξελικτική ερμηνεία, η αρμοστικότητα και άρα η επιτυχία ενός ή περισσότερων γονιδίων προσμετράται από τον μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό των αντιγράφων που δημιουργούν σε κάθε αναπαραγωγική πράξη. Ομως, όπως ακούραστα επαναλαμβάνει ο Ρίτσαρντ Λιούοντιν (R. C. Lewontin), ίσως ο μεγαλύτερος Αμερικανός πληθυσμιακός γενετιστής, αυτή η ιδιότυπη γονιδιακή λογιστική «συγχέει τις αιτίες με τα αποτελέσματα ή, ακριβέστερα, εξαλείφει τις υλικές αιτίες υποστασιοποιώντας τα στατιστικά αποτελέσματα. Κυρίως όμως συγχέει τις τυχαίες αλλαγές με τις επιλεκτικές αλλαγές».
Το πραγματικό διακύβευμα για όσους υιοθετούν την κοινωνιοβιολογική ερμηνεία δεν είναι να αναδείξουν τις πολυεπίπεδες εξελικτικές διαδικασίες που δημιουργούν τη ζωική ποικιλομορφία (γονιδιακή, σωματική, συμπεριφορική), αλλά να επιβεβαιώσουν πάση θυσία ότι το αποκλειστικό αντικείμενο της φυσικής επιλογής είναι τα γονίδια και όχι οι οργανισμοί στο σύνολό τους. Για την Κοινωνιοβιολογία συνεπώς τόσο οι μεμονωμένοι οργανισμοί όσο και οι οργανωμένες συναθροίσεις τους (κοινωνίες) δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρόσκαιρα και αναλώσιμα οχήματα για την επιβίωση των γονιδίων!
Ο διάσημος βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins), ευφυέστατος εκλαϊκευτής και απόστολος της κοινωνιοβιολογικής αποκάλυψης του προφήτη Γουίλσον, συνοψίζει θαυμάσια όλες αυτές τις ιδέες στον τίτλο-σύνθημα του πολύ επιτυχημένου βιβλίου του «Το εγωιστικό γονίδιο» (κυκλοφορεί από τις εκδ. «Κάτοπτρο»).
Αραγε, είναι θεμιτό (γνωσιακά) και παραγωγικό (επιστημονικά) να εφαρμόζουμε στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων τις γνώσεις και τις μεθόδους που έχουν συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια από τη βιολογική έρευνα της συμπεριφοράς των ζώων; Γύρω από αυτό το κρίσιμο ερώτημα περιστρέφεται η πολυετής αντιπαράθεση σχετικά με τη νομιμότητα ή όχι της εφαρμογής της κοινωνιοβιολογικής προσέγγισης στον άνθρωπο.
Τα αίτια αυτής της σφοδρότατης επιστημονικής αλλά και πολιτικής διένεξης δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στις επιστημονικά καινοφανείς ιδέες ή στις συντηρητικές πολιτικές απόψεις των κοινωνιοβιολόγων. Εξίσου, αν όχι περισσότερο, θα πρέπει να αποδοθούν στη μεταφυσική-θρησκευτική παράδοση που κυριαρχεί μέχρι σήμερα στον δυτικό πολιτισμό.
Αυτή η μεταφυσική παράδοση διαχωρίζει τη φύση από τον άνθρωπο, την ύλη από την ψυχή, το σώμα από τον νου. Η αποδοχή της συνεπώς από την ανθρωπολογική και την κοινωνιολογική σκέψη τούς επιβάλλει να αρνούνται το προφανές: ότι δηλαδή οι άνθρωποι διαθέτουν μια «βιολογική φύση», η οποία εκδηλώνεται και, ώς έναν βαθμό, επηρεάζει την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Για να επιτύχουν αυτήν την αξιοπερίεργη υποβάθμιση ή και εξάλειψη του βιολογικού οι παραδοσιακές «ανθρωπιστικές επιστήμες» έπρεπε να παραβλέψουν και να υποτιμήσουν τη σημασία κάθε οργανικού-εξελικτικού ανθρώπινου χαρακτηριστικού.
Το γεγονός ότι όλα τα είδη ζώων διαθέτουν μια «ζωική φύση» θεωρείται από όλους προφανές και αυταπόδεικτο, το ότι οι άνθρωποι όμως διαθέτουν μια ιδιαίτερη «ανθρώπινη φύση» δεν είναι διόλου προφανές, πόσω μάλλον αυταπόδεικτο!
«Εγωιστικά γονίδια» εναντίον αλτρουιστικών εγκεφάλων;
Αν, όπως ισχυρίζεται η Κοινωνιοβιολογία, τα γονίδια ευθύνονται για τη βιολογική ταυτότητα των μεμονωμένων ανθρώπων, και οι άνθρωποι συλλογικά συγκροτούν τις κοινωνίες, τότε στα γονίδια -και μόνο σε αυτά!- θα πρέπει, σε τελευταία ανάλυση να αναζητήσουμε την εξήγηση κάθε ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς, όσο περίπλοκη κι αν μας φαίνεται.
Σε αυτόν τον φαινομενικά άψογο αναγωγιστικό συλλογισμό στηρίχτηκε από το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα το ερευνητικό πρόγραμμα της Μοριακής Βιολογίας, το οποίο χάρη στις μεγάλες επιτυχίες του αποτέλεσε επί πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο γνωσιακό-μεθοδολογικό «Παράδειγμα» που επηρέασε -και εξακολουθεί να επηρεάζει!- τις εξελίξεις σε όλες σχεδόν τις επιστήμες της ζωής.
Ωστόσο, όπως συν τω χρόνω διαπιστώθηκε, αυτός ο αναγωγιστικός συλλογισμός υποκρύπτει επιμελώς ορισμένα λογικά άλματα. Για παράδειγμα, αν πράγματι η γενετική ενότητα αλλά και η ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων εξαρτάται αποκλειστικά από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγείται αφενός η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας και αφετέρου η βιοψυχολογική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;
Η απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα εξαρτάται από το ποια οπτική γωνία υιοθετεί κανείς, την «αναγωγιστική» ή την «ολιστική».
Η πρώτη προσέγγιση διατείνεται ότι ο «γονότυπος», δηλαδή το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού, καθορίζει τον «φαινότυπο», δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού. Η ολιστική προσέγγιση, αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο γονότυπος και το περιβάλλον συνεξελίσσονται και ότι έτσι συνδιαμορφώνουν εξίσου τον φαινότυπο. Πάντως η δυσκολία να απαντήσουμε μας προϊδεάζει για το πόσο περίπλοκες είναι οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά.
Το πρόβλημα είναι «πώς» και «σε ποιο βαθμό» τα γονίδιά μας μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομερείς δομές και κυρίως τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας και μέσω αυτού τη συμπεριφορά μας.
Σε αυτό το ερώτημα κανένας κοινωνιοβιολόγος δεν ήταν, ούτε και είναι, ακόμη και σήμερα, σε θέση να απαντήσει. Και το χειρότερο, οι σχετικές έρευνες των Νευροεπιστημών φαίνεται πως διαψεύδουν οριστικά κάθε ελπίδα να εξηγήσουμε την πολύπλοκη λειτουργία του εγκεφάλου μέσω των γονιδίων!
Παρ’ όλα αυτά, το υπερβολικά φιλόδοξο κοινωνιοβιολογικό πρόγραμμα ανοίγει τον δρόμο για τη διαμόρφωση, στο απώτερο μέλλον, μιας νέας βιοπολιτισμικής θεώρησης, ικανής να συνθέσει τις επιμέρους εξελικτικές, γενετικές, νευροβιολογικές προσεγγίσεις με τις κατακτήσεις της Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας.
Μόνο τότε η επιστημονική σκέψη θα έχει το δικαίωμα να ισχυριστεί ότι έχει αρχίσει να διαφωτίζει το αίνιγμα της «ανθρώπινης φύσης», η οποία είναι ταυτόχρονα βιολογική, κοινωνική και πολιτισμική.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας