Η βαρυσήμαντη αυτή δήλωση του διαπρεπούς επιστήμονα έγινε στο πλαίσιο της διεθνούς συνόδου κορυφής με τίτλο «Η τροποποίηση των ανθρώπινων γονιδίων».
Η σύνοδος πραγματοποιήθηκε από 1 έως 3 Δεκεμβρίου στην Ουάσινγκτον και οργανώθηκε από τις ακαδημίες επιστημών των ΗΠΑ, της Κίνας και της Βρετανίας με σκοπό να αξιολογήσουν κάποιες πρόσφατες εξελίξεις στη γενετική μηχανική.
Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται στενά με την πρόσφατη γονιδιακή τεχνολογία CRISPR, η οποία κατέστησε ακόμη πιο απλή και οικονομική την επιλεκτική αντικατάσταση ή την επιλεκτική «αποσιώπηση» συγκεκριμένων γονιδίων.
Οσοι συμμετείχαν στη διεθνή σύνοδο δεν αρκέστηκαν στο να αναδείξουν τις εντυπωσιακές δυνατότητες αυτής της νέας τεχνικής επιλεκτικής διαχείρισης των γονιδίων, αλλά επέμειναν στον ορατό πια κίνδυνο για μια άμεση και στοχευμένη χειραγώγηση του ανθρώπινου γονιδιώματος.
Πράγματι, είναι πλέον επιστημονικά εφικτός ο επανασχεδιασμός του ανθρώπινου γονιδιώματος, δηλαδή ο επαναπρογραμματισμός του κατά βούληση!
Η μεγάλη ευκολία εφαρμογής της CRISPR, σε συνδυασμό με την απουσία μιας αυστηρής βιοηθικής νομοθεσίας στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, διευκολύνει όσους επιθυμούν να την εφαρμόσουν και σε ανθρώπινα έμβρυα.
Για παράδειγμα, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες ήδη επενδύουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε αυτό το ερευνητικό πεδίο και, δεδομένης της απουσίας κατάλληλων νόμων, οι άμεσες βιοτεχνολογικές εφαρμογές της CRISPR μοιάζουν αναπότρεπτες.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν μετά από έντονες συζητήσεις οι διαπρεπείς επιστήμονες που συμμετείχαν στη σύνοδο, οι περισσότεροι διεθνώς αναγνωρισμένοι πρωταγωνιστές στο πεδίο της γενετικής μηχανικής.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι δύο ερευνήτριες που επινόησαν τη μέθοδο CRISPR, η Γαλλίδα Εμανουέλ Σαρπεντιέ (Emmanuelle Charpentier) και η Αμερικανίδα Τζένιφερ Ντούντνα (Jennifer Doudna), καθώς και ο «αντίπαλός» τους, ο κινεζικής καταγωγής Φενγκ Ζανγκ (Feng Zhang), ο οποίος κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτήν την τεχνική προκαλώντας μια θυελλώδη δικαστική διαμάχη με τις δύο ερευνήτριες.
Πρόεδρος της συνόδου ήταν ο βραβευμένος με Νόμπελ Ιατρικής Ντέιβιντ Μπάλτιμορ, ο οποίος ήδη από το 1970 πρωταγωνίστησε στη διαμάχη που προκάλεσε η ανάπτυξη των βιοτεχνολογιών. Και χάρη στη συμβολή του στο Συνέδριο του Ασιλομάρ, που έγινε το 1975, τέθηκαν για πρώτη φορά οι βιοηθικοί κανόνες ασφαλείας με τους οποίους οφείλει να συμμορφώνεται κάθε έρευνα πάνω στο DNA.
Η σύνοδος κορυφής που έγινε στην Ουάσινγκτον κατέληξε στην εξής επιστημονική σύσταση: κάθε γενετική τροποποίηση της ανθρώπινης γενετικής κληρονομιάς θα πρέπει, για την ώρα, να περιοριστεί στις εργαστηριακές έρευνες, και αυτές οι έρευνες με τη σειρά τους οφείλουν να διενεργούνται με τη μέγιστη προσοχή λαμβάνοντας πάντοτε υπ’ όψιν τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τους κανόνες που θα πρέπει να τις ρυθμίζουν, με γνώμονα πάντοτε τα σημαντικά οφέλη που μπορεί να προκύψουν από αυτές για την ανθρώπινη υγεία.
Η βελτίωση του ανθρώπινου γονιδιώματος με τη βοήθεια των σημερινών και των μελλοντικών εργαλείων τροποποίησης των ανθρώπινων γονιδίων ενδέχεται να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές θεραπείες και στρατηγικές πρόληψης πολλών ασθενειών.
Η προοπτική αυτή αποτελεί επαρκή λόγο για να προχωρήσουν οι εργαστηριακές έρευνες, μολονότι θα πρέπει να γίνονται πάντοτε με τη μέγιστη προσοχή για να αποφευχθούν οι πιθανές αρνητικές εφαρμογές τους.
Αναπλάθοντας την ανθρώπινη φύση
Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι επιστήμονες και οι βιοηθικοί που διοργάνωσαν τη διεθνή σύνοδο της Ουάσινγκτον.
Οπως υποστήριξαν οι περισσότεροι ειδικοί σε αυτήν τη σύνοδο, το να μεταβάλλουμε τα γονίδια των ανθρώπινων αναπαραγωγικών κυττάρων (ωαρίων, σπερματοζωαρίων) είναι μια βιοτεχνολογική παρέμβαση πολύ πιο αμφιλεγόμενη απ’ ό,τι το να μεταβάλλουμε τα σωματικά κύτταρα ενός οργανισμού που πάσχει π.χ. από καρκίνο.
Και σχεδόν οι πάντες συμφώνησαν ότι τέτοιες βιοτεχνολογικές παρεμβάσεις θα πρέπει να περιορίζονται στο εργαστήριο.
Σύμφωνα μάλιστα με την επίσημη ανακοίνωση στην οποία κατέληξαν οι σύνεδροι, «εάν στο πλαίσιο μιας έρευνας ανθρώπινα αναπαραγωγικά κύτταρα ή έμβρυα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους υποστούν γενετικές τροποποιήσεις, τότε αυτά τα γενετικά τροποποιημένα κύτταρα δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για ανθρώπινη αναπαραγωγή».
Ενας ευρύτερος κανόνας που προέκυψε από αυτήν τη σύνοδο είναι ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να αποφεύγουν να εφαρμόζουν τη γονιδιωματική τροποποίηση στην κλινική πράξη, δηλαδή για τη θεραπεία πραγματικών ασθενών. Τουλάχιστον μέχρι να αποδειχθεί ότι η μέθοδος αυτή είναι απολύτως ασφαλής και ότι χαίρει ευρείας κοινωνικής αποδοχής.
Τη θέση αυτή ασπάζονται τόσο η αμερικανική κυβέρνηση όσο και ο Εθνικός Οργανισμός Υγείας των ΗΠΑ, οι οποίοι έχουν κατ’ επανάληψη αποκλείσει την πιθανότητα χρηματοδότησης τέτοιου τύπου ερευνών πάνω σε ανθρώπινα έμβρυα εξαιτίας τόσο των μη προβλέψιμων κινδύνων που ενέχουν όσο και των βιοηθικών ζητημάτων που εγείρουν.
Αυτή η ρητή απαγόρευση στις ΗΠΑ σημαίνει ότι οι ερευνητές που επιδιώκουν να εργαστούν με ανθρώπινα έμβρυα –ακόμη κι αν δεν έχουν την πρόθεση να τα εγκαταστήσουν στη μήτρα μιας γυναίκας– οφείλουν να αναζητήσουν άλλες πηγές χρηματοδότησης για τις έρευνές τους.
Πάντως όλοι συμφωνούν σήμερα ότι η προοπτική τροποποίησης του ανθρώπινου γενετικού υλικού προσκρούει σε πολλά και πρωτόγνωρα βιοηθικά προβλήματα.
Οταν μάλιστα οι έρευνες αυτές επικεντρώνονται στα αναπαραγωγικά μας κύτταρα, είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος να τροποποιήσουμε οικειοθελώς το γονιδίωμα των επόμενων γενεών, δηλαδή τη γενετική ταυτότητα της ανθρωπότητας στο μέλλον.
Το πανάρχαιο βιοιατρικό όνειρο της έγκαιρης προγεννητικής διάγνωσης των περισσότερων ασθενειών από τις οποίες μπορεί να νοσήσει ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του και παράλληλα η δυνατότητα της εξάλειψης ή θεραπείας των γονιδίων που ευθύνονται για αυτές τις ασθένειες ήταν δύο από τα βασικά κίνητρα για την ανάπτυξη των γονιδιακών θεραπευτικών πρακτικών.
Αυτές οι βιοϊατρικές πρακτικές ωστόσο έχουν πλέον ανοίξει τον δρόμο για την άμεση επέμβαση στο πολύπλοκο και ευαίσθητο πολιτικά-ηθικά σύμπαν των ανθρώπινων γονιδίων και στη διαχείριση της ανθρώπινης ζωής.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι ζωτική ανάγκη να προστατευτούν τα ευαίσθητα προσωπικά βιοϊατρικά και γενετικά δεδομένα κάθε ανθρώπου.
Ενα πρόβλημα ήδη υπαρκτό, το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι όλες αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται κωδικευμένες σε ψηφιακή μορφή στο διαδίκτυο, για την ασφάλεια του οποίου δεν υπάρχει καμία εγγύηση.
Η ανάγκη για διασφάλιση της βιολογικής μας ταυτότητας και νομική προστασία της ιδιωτικότητάς μας αναγνωρίζεται πλέον -περισσότερο θεωρητικά παρά στην πράξη!- ως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα.