Δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης κάνει πρωταθλητισμό στη φτώχεια και στην υλική υστέρηση. Τα στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Eurostat, δύο ελληνικές περιφέρειες, η Πελοπόννησος και η Δυτική Ελλάδα, συμπεριλαμβάνονταν στις περιφέρειες των κρατών-μελών της Ε.Ε. όπου οι κάτοικοί τους αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο για φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2023, σε ποσοστό άνω του 35% των πολιτών τους, ενώ σε πέντε περιφέρειες της χώρας περίπου 1 στους 3 πολίτες βρίσκεται σε ανάλογο κίνδυνο.
Τα καμπανάκια είχαν ηχήσει από την άνοιξη. Οπως έδειξε έρευνα του ΙΟΒΕ τον Μάιο, αντιμέτωποι με τη φτώχεια βρίσκονται σχεδόν 4 στους 10 Ελληνες την ώρα που οι ανισότητες διευρύνονται και οι πλουσιότεροι στην Ελλάδα λαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο από την «πίτα» του ΑΕΠ επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Επιδείνωση του επιπέδου ζωής στην Ελλάδα την τριετία 2020-2023 διαπιστώνει και έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (Ιούνιος 2024), με τις γυναίκες, τα παιδιά, τους νέους και τους κατοίκους της υπαίθρου να είναι οι πλέον ευάλωτοι στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Μια επιδείνωση η οποία προκύπτει ως συνδυαστικό αποτέλεσμα τριών βασικών παραγόντων: της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης του κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η φετινή έκθεση για τη φτώχεια στην Ελλάδα, του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας, ενός ανεξάρτητου φορέα με μέλη 35 κοινωνικές οργανώσεις, που δημοσιεύτηκε χθες, είναι και επίκαιρη και διαφωτιστική καθώς υπεισέρχεται στα βασικότερα προβλήματα που αναγνωρίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία: την ακρίβεια, τις ελλιπείς δημόσιες υπηρεσίες υγείας και τις στεγαστικές δαπάνες.
Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στο Δίκτυο θεωρούν ότι τα κρατικά μέτρα αντιμετώπισης είναι ανεπαρκή. Αν και αναγνωρίστηκαν μερικά θετικά βήματα, όπως τα προγράμματα «Στέγαση και Εργασία» και η νομοθεσία για τη νομιμοποίηση της εργασίας μεταναστών, γενικά σημειώνεται ότι οι δράσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών.
Οπως προκύπτει από την έκθεση:
● Το 62,4% των δαπανών των φτωχότερων εισοδημάτων καλύπτει στεγαστικά έξοδα.
● Καταγράφεται αύξηση του αριθμού των αστέγων και των προβλημάτων στέγης για αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες.
● Διαπιστώνεται αύξηση εξώσεων και κατασχέσεων, καθώς και του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες δρόμου.
● Παρατηρήθηκε αύξηση της διατροφικής επισφάλειας στους εξυπηρετούμενους εξαιτίας της αύξησης των τιμών σε βασικά αγαθά.
● Kαταγράφηκε έλλειψη υλικών και ανθρώπινων πόρων στους φορείς, που εμποδίζει την απάντηση στις αυξανόμενες ανάγκες σίτισης.
● Παρατηρήθηκε έλλειψη ρουχισμού, υπόδησης και βρεφικών ειδών στους φτωχότερους συμπολίτες μας.
● Το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχει υποβαθμιστεί σε μόνιμη βάση σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση που ξεκίνησε το 2009.
● Οι οικογένειες με παιδιά επλήγησαν περισσότερο από το μέσο νοικοκυριό χωρίς παιδιά.
● Η υποβάθμιση είναι ακόμα μεγαλύτερη για τις φτωχότερες οικογένειες από αυτές.
● Η επίδραση του ελληνικού φορολογικού συστήματος στη μείωση της ανισότητας είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. (μόλις 23% σε σχέση με 51% του μέσου όρου της Ε.Ε.).
Ανεπαρκής χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών
Στα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας, υπογραμμίζεται πως οι υφιστάμενες κοινωνικές πολιτικές και τα κοινωνικά επιδόματα δεν συμβάλλουν αρκετά στη μείωση της φτώχειας. Οπως αναφέρεται, στην Ελλάδα μόνο το 58,4% των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες χαμηλής έντασης εργασίας λαμβάνουν επιδόματα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το 81,1% του μέσου όρου της Ε.Ε. Επιπλέον, σημειώνεται ότι «η έλλειψη κοινωνικής προστασίας για εργαζόμενους σε άτυπες θέσεις εργασίας και αυτοαπασχολούμενους θεωρείται σοβαρό κενό, αφήνοντας ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ευάλωτο. Η κάλυψη των κοινωνικών επιδομάτων μειώνεται, ενώ πολλοί δικαιούχοι χάνουν την πρόσβαση στα επιδόματα, κυρίως λόγω γραφειοκρατικών διαδικασιών και αύξησης ονομαστικών εισοδημάτων, που επιταχύνουν την έξοδό τους από τα προγράμματα χωρίς το πρόβλημα να έχει λυθεί».
Στην έρευνα του Δικτύου, οι ερωτώμενοι δήλωσαν ότι βιώνουν κυρίως άγχος για την πληρωμή του κόστους στέγασης («Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορώ να συντηρήσω το σπίτι μου»), φοβούνται ότι θα μείνουν στον δρόμο («Πολλές φορές αναρωτιέμαι για πόσο θα μπορώ να πληρώνω και αυτό το 150άρι ευρώ, αυτός είναι ο μεγαλύτερός μου φόβος, να μείνω στον δρόμο»), αδυνατούν να κάνουν έναν μακροχρόνιο προγραμματισμό, βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση εργασίας με οποιουσδήποτε όρους («είμαι διαρκώς σε επιφυλακή για εργασία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει αλλαγή τόπου διαμονής/πόλης διαμονής, αναζητώ ακόμα πιο φτηνό σπίτι και πάντα μέσα από γνωστούς καθώς τα ενοίκια είναι πολύ ψηλά») και φοβούνται τι θα τους συμβεί όταν απολέσουν το υποστηρικτικό τους περιβάλλον («Νιώθω ανασφάλεια για τη στιγμή που η μητέρα μου θα πεθάνει και ναι μεν εγώ θα έχω το σπίτι αλλά δεν ξέρω αν θα μπορώ να το συντηρώ»).
Αναγκαία μέτρα
Οι οργανώσεις-μέλη του Δικτύου, μέσα από την επαφή τους με τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, ζητούν άμεσες λύσεις για την ακρίβεια και τα βασικά αγαθά, ενώ υπογραμμίζουν την ανάγκη για αποτελεσματικότερη κρατική στήριξη στις ευάλωτες ομάδες, με έμφαση στη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη και τη βελτίωση της πρόσβασης σε κοινωνικά επιδόματα. Συγκεκριμένα:
⇒ Το 88% των οργανώσεων εστίασε στην ανάγκη να περιοριστούν δραστικότερα η ακρίβεια και οι αυξήσεις των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης.
⇒ Το 82% τόνισε την ανάγκη για μέτρα σχετικά με την πρόσβαση σε δωρεάν, αμεσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας.
⇒ Το 79% αναφέρθηκε στην ανάγκη περιορισμού των στεγαστικών δαπανών (χαμηλότερα ενοίκια, χαμηλότερες δαπάνες σε ρεύμα ή φυσικό αέριο).
⇒ Το 73% τόνισε την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η ανεργία, ενώ το 61% ζητά μέτρα για τις συνθήκες εργασίας, τη μονιμότητα και τη σταθερότητα αποδοχών.
⇒ Το 58% εξέφρασε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών και της φροντίδας τους, ώστε να μπορούν οι γονείς να εργαστούν.
⇒ Το 55% αναφέρθηκε στο δικαίωμα χρήσης υπηρεσιών σε μη ψηφιοποιημένο περιβάλλον.
Ορισμένοι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι για τις δυσκολίες της επιβίωσής τους μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν οι ίδιοι, «λόγω προσωπικών αστοχιών», ωστόσο, αρκετοί επισήμαναν την κρατική αδιαφορία και αναποτελεσματικότητα: «Το κράτος, οι κρατικοί φορείς φταίνε κυρίως. Οι άνθρωποι που εκλέγονται θα έπρεπε να ασχοληθούν παραπάνω με τις ευάλωτες ομάδες, με τις ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες».
Σημειώνεται πάντως πως, σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση της Prorata, οι πολίτες στο σύνολό τους απορρίπτουν το αφήγημα της ατομικής ευθύνης για τα θέματα φτώχειας, καθώς οι 8 στους 10 θεωρούν υπαίτιο το ίδιο το οικονομικό και πολιτικό σύστημα για τη φτώχεια και κατ’ επέκταση την κυβέρνηση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας