Δέκα Ιουνίου 1944. Οι ναζί εξολοθρεύουν ένα ολόκληρο χωριό, το Δίστομο. Ανάμεσα στους 218 νεκρούς, 45 παιδιά και 20 βρέφη...
Οσοι έζησαν, αλλά και τα παιδιά, τα εγγόνια τους, δεν ξέχασαν. Επί χρόνια δεν έβλεπες χρώμα στα ρούχα των γυναικών. Ολες μαυροφορεμένες.
Φέτος κλείνουν 71 χρόνια και το γερμανικό κράτος, επισήμως, δεν έχει αναγνωρίσει τη σφαγή.
Ο Γιάννης Μπασδέκης είναι 85 χρόνων, με εντυπωσιακή μνήμη και εξαιρετική διαύγεια πνεύματος. Τον Ιούνιο του 1944 ήταν 17 χρόνων.
Ενας άνθρωπος δραστήριος, πολυτεχνίτης, έφερε τον κινηματογράφο στην περιοχή πρώτα στο καφενείο και μετά σε αίθουσα. Ζωγράφος -έχει ζωγραφίσει την εκκλησία του χωριού-, τέχνη που έμαθε στα τριάμισι χρόνια εγκλεισμού του ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές Θήβας μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου.
Δεν δηλώνει ιστορικός συγγραφέας ή λογοτέχνης, αλλά χάρη στη δική του πρώτη και πιο σοβαρή προσπάθεια αποτυπώθηκε σε βιβλίο η τραγωδία.
«Αγωνιστής, όπως όλοι»
«Είμαι απόφοιτoς της 4ης Δημοτικού κι αγωνιστής, όπως όλοι οι συμπατριώτες μου, της Εθνικής Αντίστασης. Πολεμώντας με τον ΕΛΑΣ τους Γερμανούς τραυματίστηκα στη μάχη της Αμφισσας. Ποια ιδεολογία; Αμούστακα παιδιά ήμαστε, που νιώθαμε την ανάγκη να διώξουμε τον κατακτητή. Μπήκε ο Αρης Βελουχιώτης στο καφενείο και με το “στ’ άρματα, στ’ άρματα” μας συνεπήρε. Βγήκαμε στο κλαρί. Μαζί με τον πατέρα μου τον Αναστάσιο Μπασδέκη, που είχε το αντάρτικο όνομα “Μιαούλης”».
Την ημέρα της σφαγής οι Γερμανοί ξεκοίλιασαν με ξιφολόγχη τη μικρή 3χρονη αδελφή του, τραυμάτισαν στο κεφάλι τον εξάχρονο αδελφό του, σκότωσαν τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά του.
Ο Γ. Μπασδέκης τη δεκαετία του ‘80, ως πρόεδρος του παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ Διστόμου, κάλεσε τους συγγενείς των θυμάτων να κάνουν αιτήσεις στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή της Νομαρχίας Βοιωτίας, για να αναγνωριστούν ως θύματα των κατακτητών σε αντίποινα της Εθνικής Αντίστασης.
Με εκείνη την ευκαιρία μάζευε φωτογραφίες και έπαιρνε συνεντεύξεις των συγγενών.
Για τέσσερα χρόνια δούλευε το υλικό, διασταύρωσε με ακρίβεια πληροφορίες, περιστατικά, ημερομηνίες, ονόματα, δημοσιεύματα κι έβγαλε το βιβλίο του για το Δίστομο που -όπως λέει- δεν στόχευε στο κέρδος, αλλά στο χρέος.
Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια, για να θυμηθεί τα γεγονότα της φρίκης.
«Σφαγή»
«Ηταν ένα πολύ καλά προμελετημένο έγκλημα, αποφασισμένο πριν από καιρό. Να αφανίσουν κάθε πνοή στο Δίστομο. Η σφαγή καθόλου δεν συνδέεται με τη μάχη που δόθηκε το μεσημέρι ενδιάμεσα στον δρόμο Διστόμου και Στειρίου με τους αντάρτες. Αυτά είναι ανήθικα ψέματα. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα όπλα της Αντίστασης και ρίχτηκαν στους αμάχους. Ναι, οι Διστομιώτες ήταν πρωτοπόροι στον αγώνα κατά του ναζισμού. Αξιοποίησαν τη φυσική προνομιακή τότε θέση του χωριού, τη χαράδρα της Στενής -οι ίδιοι οι Γερμανοί το αποκαλούσαν “Μικρό Στάλιγκραντ”. Η απόβαση στη Νορμανδία μόλις είχε γίνει και ο Χίτλερ ήθελε να ανακουφίσει το καταρρακωμένο ηθικό των στρατιωτών με αισχρά αντίποινα».
Πριν από τη σφαγή οι ναζί είχαν στοχοποιήσει το Δίστομο. Μέσα στον Απρίλιο του 1944 σκοτώνουν 22 ομήρους στη διασταύρωση Διστόμου-Αράχοβας.
Στη θέση Καρακόλιθος εκτελούν μέσα σε μια μέρα συνολικά 134 αγωνιστές ομήρους από τις φυλακές της Λιβαδειάς.
Στις 6 Ιουνίου καίνε επτά σπίτια στο Στείρι και όλες τις θημωνιές. Στη Δεσφίνα στις 7 Ιουνίου στήνουν ενέδρα στους αντάρτες.
Δεκαπέντε παιδιά από τη Λιβαδειά, όλοι ΕΠΟΝίτες, πέφτουν μέχρις ενός.
Μήνας Ιούνιος, μια εξαιρετική σοδειά για το Δίστομο. Εκείνο το Σάββατο οι κάτοικοι ξεκινούν για τα χωράφια τους, να θερίσουν. Δεν ξέρουν ότι οι ναζί έχουν σχέδια γι’ αυτούς.
Στις 9 Ιουνίου οι Γερμανοί έχουν πάρει ρούχα των ομήρων στις φυλακές Λιβαδειάς, τσουβάλια και καλάθια από τους κατοίκους. Φεύγουν για το Δίστομο με δύο ιδιωτικά λιβαδείτικα φορτηγά που είχαν επιτάξει και δυο Ελληνες οδηγούς.
Στα δύο αυτοκίνητα επιβιβάζονται 20 στρατιώτες των Ες Ες ντυμένοι με τα ρούχα των ομήρων, φορτώνοντας έξω από τα αυτοκίνητα τα σακιά, ώστε να δίνουν την εικόνα μαυραγοριτών.
Εχουν πλήρη οπλισμό και επικεφαλής αξιωματικό που μιλάει πολύ καλά ελληνικά. Τα αυτοκίνητα-παγίδα ακολουθούν από απόσταση πέντε γερμανικά στρατιωτικά οχήματα.
Το πρώτο θύμα
Κατηφορίζοντας από τον Καρακόλιθο στα χωράφια του Διστόμου στη θέση Τσέρες, σκοτώνουν ανθρώπους κάθε ηλικίας και φύλου, ακόμα και ζώα.
Στις 8 το πρωί το πρώτο θύμα είναι η 15χρονη Παναγιωτίτσα Σφουντούρη, ενώ έβοσκε τα πρόβατά της. Πιο κάτω συλλαμβάνουν 12 άτομα που θέριζαν, τους δένουν και τους βάζουν μέσα στο αυτοκίνητο.
Στη θέση Μεσοβούνια σκοτώνουν επάνω στο κάρο, με το οποίο μετέφεραν δεμάτια του σιταριού, τον Π. Καραγιάννη και τον γαμπρό του, Γ. Λεμονή.
Το μουλάρι τραυματισμένο και αφηνιασμένο έσερνε το κάρο και πλανιόταν με το μακάβριο φορτίο του μέσα στα χωράφια.
Στη διασταύρωση Διστόμου-Αράχοβας, στη θέση Στενή, οι μεταμφιεσμένοι Γερμανοί σταματούν και περιμένουν τα υπόλοιπα αυτοκίνητα από τη Λιβαδειά και μια μεγάλη φάλαγγα από την Αμφισσα και την Αράχοβα.
Μπαίνοντας στο Δίστομο, αφού τοποθετούν φυλάκια στα γύρω υψώματα, σταθμεύουν στην πλατεία.
Ο επικεφαλής Kopfher και ο Τeο ζητούν τον πρόεδρο του χωριού και τον παπά. Δείχνοντας τους ομήρους, απειλούν ότι θα τους εκτελέσουν, αν απαντήσουν ψέματα στην ερώτηση πού κρύβονται οι αντάρτες.
«Το Δίστομο ήταν κέντρο της Αντίστασης, κάθε μέρα βρίσκονταν κάποια αντάρτικα τμήματα στην περιοχή και οι Γερμανοί το ήξεραν καλά», λέει ο Γ. Μπασδέκης. «Κι όμως, ο πρόεδρος, ο παπάς, όλοι οι κάτοικοι απαντούν ότι οι αντάρτες αποτραβήχτηκαν στον Ελικώνα. Οι Γερμανοί υποδύονται ότι τους πιστεύουν, ζητούν φαγητό και κρασί. Οι συγγενείς των ομήρων τούς δίνουν ό,τι καλύτερο έχουν. Εκείνοι χτυπούν, βασανίζουν μερικούς Διστομίτες ως κομμουνιστές».
Στις 12.30 οι μεταμφιεσμένοι Γερμανοί με τα δύο πολιτικά επιταγμένα αυτοκίνητα-παγίδα και με πλήρη οπλισμό μάχης αφήνουν το Δίστομο και ξεκινούν για το χωριό Στείρι.
«Στο ξωκλήσι Αγ. Συμεών έχει καταυλιστεί ένας λόχος του ΕΛΑΣ για πλύσιμο, μπάλωμα, ξεκούραση. Γνωρίζει την παρουσία της γερμανικής φάλαγγας στο Δίστομο και ετοιμάζεται για ενέδρα στην περίπτωση που θα συνέχιζαν προς Στείρι. Οταν οι Γερμανοί φτάνουν στη θέση Καταβόθρες, οι αντάρτες αρχίζουν πυρ. Γρήγορα έρχονται για βοήθεια στρατιώτες από το Δίστομο και την Αράχοβα και ο λόχος του ΕΛΑΣ αναγκάζεται να αποσυρθεί στον Ελικώνα».
Εσβησαν σόγια
Οι Γερμανοί, επιστρέφοντας στο Δίστομο, σκοτώνουν έναν πατέρα, τις κόρες του, ακόμα και το κοπάδι γαλοπούλες που βοσκούσαν.
Μπαίνοντας στο χωριό, στον τοίχο του δημοτικού σχολείου, εκτελούν τους 12 ομήρους που μεταφέρουν. Και μετά με ξιφολόγχες και μαχαίρια πέφτουν πάνω στους άμαχους κατοίκους. Μια θηριωδία άνευ προηγουμένου.
Νέοι, γέροι, παιδιά, νήπια, εγκυμονούσες ξεκοιλιάζονται. Κάθε τι ζωντανό πεθαίνει.
Σβήνουν σόγια στο Δίστομο. Δεν γλιτώνουν ούτε τα ζώα. Αλογα, μουλάρια, πρόβατα, κατσίκες, αλλά και κότες, γάτες και σκυλιά.
Κατασφάζεται μέσα στο τηλεγραφείο ο τηλεγραφητής. Νεκρός και ο ειρηνοδίκης, νέοι και γερόντισσες στα χωράφια με τα δεμάτια ακόμα φορτωμένα στην πλάτη.
Στους δρόμους κείτονται γεροντάκια με ανοιχτά τα σωθικά, βρέφη με κονιορτοποιημένα κεφάλια.
Οι αφηγήσεις των επιζώντων στον Γ. Μπασδέκη σοκάρουν:
«Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο.
»Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της.
»Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι.
»Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι.
»Το αγόρι της, ο 3χρονος Γιάννης, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι».
Οι επιζώντες
Το βράδυ εκείνης της μέρας όσοι απόμειναν ζωντανοί έφυγαν στον ελαιώνα και τις ρεματιές, για να διανυκτερεύσουν. Γύρισαν το πρωί και βάζοντας παρατηρητήρια άρχισαν τον θρήνο και το μάζεμα των νεκρών.
Γέμισε το χωριό αυτοσχέδιους τάφους. Εσκαβαν λάκκους σε αυλές, κήπους, περιβόλια ή όπου τους έβρισκαν σκοτωμένους και τους έθαβαν. Πολλά πτώματα έμειναν άταφα στα γύρω χωράφια.
Το δύσκολο έργο της ταφής κράτησε σχεδόν μια εβδομάδα μέσα στην αποπνικτική μυρωδιά καμένης σάρκας και τα ουρλιαχτά των σκυλιών.
Ακόμα κι όταν άκουσαν ξανά τους Γερμανούς να περνούν από τον δρόμο της Αράχοβας, παρά τον φόβο τους δεν έφυγαν - η ταφή των νεκρών ήταν καθήκον.
Κανείς από την ευρύτερη περιοχή δεν μπορούσε να βοηθήσει, οι Γερμανοί είχαν κηρύξει το Δίστομο απαγορευμένη ζώνη.
Στις 13 Ιουνίου ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός. Μάζεψε τραυματίες για τα νοσοκομεία και ορφανά για φιλανθρωπικά ιδρύματα της Αθήνας.
Δεκαέξι μέρες μετά τη σφαγή, οι ναζί επιστρέφουν στο χωριό-φάντασμα για να το αποτελειώσουν.
Βάζουν φωτιά, μπαίνουν στα άδεια σπίτια και τα ξεγυμνώνουν. Λεηλατούν ό,τι απέμεινε.
Στο διάβα τους χτυπούν στο πρόσωπο με τον υποκόπανο του όπλου μια 50χρονη τυφλή και πνευματικά ανάπηρη. Της σπάνε τα δόντια και, όταν πέφτει αναίσθητη, τη βιάζουν.
Φεύγουν φορτωμένοι χρυσαφικά, ρούχα από τις προίκες των κοριτσιών, γραμμόφωνα, δαχτυλίδια πάνω σε κομμένα δάκτυλα, όταν δυσκολεύονται να τα αποσπάσουν.
«Είδα τη μάνα μου σκοτωμένη στο χαγιάτι», λέει ο Γ. Μπασδέκης. «Βρομούσε ο τόπος από τα πτώματα ανθρώπων και ζώων. Ο φαρμακοποιός κίνησε να φύγει, να γλιτώσει.
Είδα με τα μάτια μου να τον σκοτώνουν, την έγκυο γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του.
Πήραμε τα βουνά με τον πατέρα μου. Και μετά ήρθε ο Εμφύλιος. Η φυλακή. Κι όταν αφέθηκα ελεύθερος, με κυνηγούσε παντού ένας φάκελος.
Δεν μπορούσα να πάρω δίπλωμα μηχανικού, για να ανοίξω τον κινηματογράφο.
Το παρακράτος θέριζε, το ίδιο και η πλήρης διαστρέβλωση της σφαγής του Διστόμου».
«Δεν συγχωρώ»
• Πόσο δύσκολη είναι η συγχώρεση, κύριε Μπασδέκη;
Δεν συγχωρώ, αλλά δεν φταίνε οι απόγονοι των σφαγέων. Τα θύματα δεν γυρίζουν πίσω. Το ζήτημα δεν είναι οι οικονομικές αποζημιώσεις, αλλά πρωτίστως η ηθική αποκατάσταση. Το γερμανικό κράτος να παραδεχτεί επισήμως τη θηριωδία.
• Αυτές οι ψήφοι του Διστόμου στη Χρυσή Αυγή, πώς εξηγούνται;
Είναι διάσπαρτοι στην Αράχοβα, στα Ασπρα Σπίτια, στο Δίστομο. Εδώ ξέρω έναν έναν τους οκτώ που την ψηφίζουν. Είναι νέοι, άσχετοι με την Ιστορία, τη γνώση. Εννοείται πως δεν δικαιολογώ, αλλά κατανοώ. Πάντα η φτώχεια και η αμορφωσιά τρέφουν τον ναζισμό. Ξέρω περίπτωση ανθρώπου, Γεώργιος Στέφος, που υπηρετούσε στον γερμανικό στρατό με το ψευδώνυμο Χαρατσής, ο οποίος πήρε σύνταξη Ελληνα αντιστασιακού με τον βαθμό του ταγματάρχη...
• Το σήμερα πώς σας φαίνεται;
Τόσα χρόνια ζήσαμε σε οικονομική αναρχία. Μας έδιναν λεφτά να κατασπαταλήσουμε, δεν ζητούσαν ποτέ έλεγχο. Μια προπαγάνδα, για να εξαρτηθούμε, να γίνουμε εσαεί υπόχρεοι. Εζησα τις εκτελέσεις στη Θήβα. Τους άκουγα να τραγουδούν «έχε γεια, καημένε κόσμε» και μ’ έπιανε ένα κλάμα... Θυμάμαι έναν γιατρό που είχαν συλλάβει ως κομμουνιστή, επειδή δεν έπαιρνε λεφτά από αρρώστους! Πήγε στην εκτέλεση με το σώβρακο. Εβγαλε τα ρούχα του και μας τα μοίρασε. Οταν έχεις δει τέτοια, μπορείς μετά να γίνεις δεξιός; Να φυλάξει ο θεός από πολέμους, κυρίως από εμφύλιους πολέμους»...
Ποιά σφαγή;
Τα θύματα δεν ακούστηκαν, οι κανίβαλοι δεν καταδικάστηκαν
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου για τα εγκλήματα πολέμου τον Ιούνιο του 1946, διατάσσεται η σύλληψη των έξι Γερμανών αξιωματικών που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι.
Τον Αύγουστο του 1947, στο δικαστήριο εγκληματιών πολέμου της Νυρεμβέργης για την Ελλάδα κλήθηκαν ως μάρτυρες καθηγητές και διευθυντές αστυνομίας, αλλά κανένας Διστομίτης.
Οι δολοφόνοι του Διστόμου Rickert, Kopfher, Zabel δεν καταδικάζονται.
Ο υπολοχαγός των Ες Ες, Χανς Ζάμπελ, είχε συλληφθεί από τους συμμάχους στα βουλγαρικά σύνορα. Οι Γάλλοι τον παρέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση. Κρατήθηκε στις φυλακές Θεσσαλονίκης και μετά στις φυλακές Αβέρωφ.
Κρατούμενοι αντιστασιακοί που γνώριζαν τη δράση του προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, αλλά οι φύλακες τον γλίτωσαν, μεταφέροντάς τον σε χωριστό κελί.
Κάποτε τον ζήτησαν οι γερμανικές αρχές για... παράλληλη εξέταση. Ο σφαγέας απεστάλη μαζί με όλη τη δικογραφία. Δεν μας τον επέστρεψαν ποτέ, η δικογραφία εχάθη...
Ο Ζάμπελ πέθανε ειρηνικά στην πατρίδα του, πλήρης ημερών σε ηλικία 92 ετών...
Η σφαγή στο Δίστομο μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσε μια «υπερβολική, φανταστική ιστορία» για τους σημερινούς μας συμμάχους...
Αλλά και εις τα καθ’ ημάς, μέχρι το 1988 το Ληξιαρχείο του Δήμου Διστόμου ανέφερε για τους σκοτωμένους: «Απεβίωσαν». Σαν να λέμε από αρρώστια ή από βαθιά γεράματα...
Για 20 χρόνια οι επιζήσαντες της 4ης Μεραρχίας που έδρασε στο Δίστομο συγκεντρώνονταν κάθε Οκτώβριο στη βαυαρική πόλη Μαρκχάντφελντ, φωλιά των ναζί, να γιορτάσουν τα πολεμικά τους ανδραγαθήματα. Στα μέρη όπου η Μέρκελ φιλοξένησε πρόσφατα τους G8...
Στο γεγονός άρχισαν να αντιδρούν γερμανικές αντιφασιστικές οργανώσεις, ενώ ο Δήμος Διστόμου απέστειλε σχετικό έγγραφο προς τον δήμαρχο του Μαρκχάντφελντ, τον έπαρχο, αλλά και τον υπουργό Εσωτερικών της Βαυαρίας.
Το ντοκιμαντέρ που γύρισε το 1984 στο Δίστομο ο Γερμανός δημοσιογράφος Εμπερχαρτ Ρόιντ Χολτς και προβλήθηκε στο κανάλι ARD αποκάλυψε για πρώτη φορά στα μάτια των συμπατριωτών του την τραγική αλήθεια του Διστόμου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας