Σχεδόν καθημερινά η παρούσα κυβέρνηση εγκαλείται ότι δεν μπορεί να καταστήσει ελκυστική την Ελλάδα για αξιόλογες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να είμαστε καταδικασμένοι σε μια αυτοκαταστροφική πορεία απόκλισης από τις προηγμένες οικονομίες.
Αραγε η πραγματικότητα που βιώσαμε επί δεκαετίες δικαιολογεί αυτήν την άποψη; Ισχύει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έφερε επενδύσεις στην Ελλάδα και δεν ενίσχυσε την επιχειρηματικότητα, σε αντίθεση μάλιστα με τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ τις προηγούμενες δεκαετίες, ή είναι απλά μια επικοινωνιακή «καραμέλα»; Ας δούμε τα στοιχεία:
Είναι ο βασικός δείκτης που αποτυπώνει την οικονομία μιας χώρας. Εδώ εξετάζουμε τη διαχρονική εξέλιξη του ως ποσοστού της Ευρώπης των 15 που μεταπολεμικά -ιδίως- αποτελεί τον στόχο προς τον οποίο προσβλέπουμε και με βάση τον οποίο αποτιμάμε την επιτυχιά μας. Για διάστημα περίπου 60 χρόνων, οι εκάστοτε κυβερνώντες απέτυχαν να συγκλίνει η χώρα προς τον μ.ό. του ΑΕΠ / κεφαλήν της Ε.Ε 15.
Ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου στην περίοδο 2000-2007 είναι γύρω στο 24% του ΑΕΠ, με κορύφωση το 2006 που φτάνει το 26%, μετά κατακρημνίζεται για να φτάσει στο 11,5% το 2014 και έκτοτε ακολουθεί ανοδική τάση και φτάνει το 2017 στο 12,9%.
Στην περίοδο 2000-2007 υπήρξε συνεχής αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίων, με κορύφωση το 2007 (60,5 δισ.), που στη συνέχεια κατακρημνίστηκε στα 20,6 δισ. το 2014, ενώ το 2017 ανέβηκε πάλι στα 23,2 δισ.
Ενα από τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι πως μεγάλο μέρος του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου στην περίοδο της Μεταπολίτευσης οφείλεται στην κατοικία, που αποτελούσε κατά μέσο όρο το 30% του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 15% -και στην περίοδο της κρίσης κατακρημνίστηκε.
Το απόθεμα Ξενων Αμεσων Επενδυσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στη χώρα μας ήταν πάντοτε πολύ χαμηλό, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Μεταξύ 1995-2009, σε μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, η προσέλκυση ΞΑΕ έφτανε έως 1% ΑΕΠ, ενώ στην Ε.Ε. έφτανε έως και το 8%.
Εμφανίζει σαφή βελτίωση μόνο μετά το 2015, με τις ΞΑΕ να φτάνουν το 1,8% του ΑΕΠ. Το 2014, τα αποθέματα ΞΑΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας ήταν κάτω από το 10% και η χώρα βρέθηκε με μεγάλη διαφορά στην τελευταία θέση στην Ε.Ε.
Το 2017 αυξήσαμε το ποσοστό σε 16% και περιορίσαμε σημαντικά την απόσταση από τις άλλες χώρες. Το 2018 σημειώθηκε νέο ρεκόρ προσέλκυσης ΞΑΕ, επιτυχία που καθίσταται ακόμη πιο σημαντική εάν συνυπολογίσουμε ότι το 2017 σημειώθηκε πτώση των παγκοσμίων ροών ΞΑΕ κατά 16% και το 2018 κατά 27% (ΟΟΣΑ)!
Εξαγωγές (αγαθά και υπηρεσίες) ως ποσοστό % του ΑΕΠ (2000-2018)
Μέχρι τη δεκαετία του 1970 παρέμεναν κάτω από το 10% του ΑΕΠ. Μόλις το 2000 ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 20%, το 2014 έφτασαν το 32,4% και το 2018 το 36,1%!
Ομως, η Ελλάδα παραμένει μέχρι σήμερα από τις τελευταίες της Ε.Ε. τόσο ως προς το % των εξαγωγών επί του ΑΕΠ (27,7%) όσο και ως προς το % αγαθών υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών (4,6%).
Μεταξύ 2000 και 2008 η Ελλάδα κατείχε σταθερά την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών στις εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η αύξηση που παρατηρήθηκε την περίοδο 2009-2015 οφείλεται στην πτώση του ΑΕΠ.
Οι εξαγωγές σε απόλυτα μεγέθη παρέμειναν για το διάστημα 2007-2016 στάσιμες, περί τα 55 δισ. ευρώ, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά το 2017 (59,4 δισ. ευρώ) και το 2018 (66,7 δισ. ευρώ).
Το εμπορικό ισοζύγιο (η διαφορά εξαγωγών μείον εισαγωγών) ήταν πάντοτε αρνητικό με αποκορύφωμα το 2008 που είχε φτάσει τα 30,5 δισ., ενώ το 2018 έπεσε στα 0,4 δισ.
Δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης σε ευρώ και ως % του ΑΕΠ
Ηταν πολύ περιορισμένες, μόλις 0,67% του ΑΕΠ το 2011 (1,4 δισ.), αλλά έφτασαν στο 1,13% (2,1 δισ.) το 2017, δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκαν. Στην περίοδο 2000-2015 οι επιχειρηματικές δαπάνες για Ε&Α ήταν καθηλωμένες στο 0,30-0,33% του ΑΕΠ (300-500 εκατ.).
Ομως, το 2016 εκτοξεύονται στο 0,42% και αργότερα στο 0,49% (1 δισ.), που σημαίνει ότι έχει εγκατασταθεί μια αίσθηση οικονομικής ασφάλειας στην επιχειρηματική κοινότητα που της επιτρέπει να προβαίνει με μεγαλύτερη σιγουριά σε μεσομακροπρόθεσμες επενδύσεις που δεν αποφέρουν άμεσα καρπούς.
Ποσοστό ανεργίας, για άτομα ηλικίας 15 - 74 ετών (2004-2018)
Ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ανάπτυξης (2004-2009) η ανεργία ήταν πολύ υψηλή (9%), ανεργία ύφεσης. Στην περίοδο 2009-13 φτάνει στα ύψη 27,4%, που δείχνει την καταστροφική δράση των μνημονίων. Η ανεργία αρχίζει να υποχωρεί από το 2014 και πιο έντονα από το 2017 και 2018.
Ατομα σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού: Πολύ υψηλά ποσοστά, ακόμη και στην περίοδο της ευμάρειας (32,9% το 2003), που κορυφώθηκαν στην περίοδο της κρίσης (36% το 2014) και άρχισαν να υποχωρούν πάλι από το 2015 (34,8%).
Τα στοιχεία λοιπόν αποδεικνύουν ότι επί 40 χρόνια ο δικομματισμός αδυνατούσε να καταστήσει τη χώρα ελκυστική για επενδύσεις και αποτύχαμε να συγκλίνουμε με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο εισοδήματος και ανάπτυξης.
Η χώρα για το μακρύ αυτό διάστημα όχι μόνο απέτυχε να βελτιώσει τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό, βελτιώνοντας την τεχνολογική δυνατότητα και την πολυπλοκότητα της παραγωγής της, αλλά αντιθέτως υποχώρησε σταδιακά.
Τέλος, καταδεικνύεται η απόλυτη αλλά και συγκριτική υστέρηση της χώρας σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο και σε άλλα βασικά οικονομικά μεγέθη που προκαλούν τις παραπάνω αποτυχίες, όπως π.χ. η εξαγωγική της καθήλωση, οι ασήμαντες ποσοστιαία δαπάνες Ερευνας & Ανάπτυξης και οι απελπιστικά περιορισμένες Ξένες Αμεσες Επενδύσεις.
Και όλα αυτά σε μια περίοδο που υπήρξε πολύ μεγάλη και πολυδιάστατη (θεσμική αλλά και οικονομική) στήριξη από την Ε.Ε. Αναφέρομαι κυρίως στο «μπόλιασμα» της ελληνικής διοίκησης με τη λογική του «προγραμματισμού» της αναπτυξιακής διαδικασίας και βέβαια στην τεράστια οικονομική βοήθεια.
Μόνο από την πολιτική συνοχής (διαρθρωτικά προγράμματα) εισέρρευσαν από το 1981 έως σήμερα 95,2 δισ. ευρώ. Ομως, τα χρήματα αυτά, που δόθηκαν ως αντιστάθμισμα για να μπορέσει η χώρα να αναδιαρθρωθεί ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις τού να βρίσκεται σε κοινή αγορά με χώρες με πολύ υψηλότερη ανταγωνιστικότητα, αποτέλεσαν μια τεράστια χαμένη ευκαιρία παραγωγικής αναβάθμισής της.
Τέτοιες συστηματικές αποτυχίες δεν δικαιολογούνται για κυβερνήσεις με πραγματικό φιλοεπενδυτικό προσανατολισμό. Ουσιαστικά η υποτιθέμενα «φιλοεπενδυτική» πολιτική των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης ήταν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη επιχειρηματιών «θηρευτών προσόδων» με υπόγειες διαδρομές-σχέσεις με το κράτος.
Και αποτελεί μέγιστη πολιτική υποκρισία η επίρριψη μομφής προς την παρούσα κυβέρνηση περί «αντιεπενδυτικότητας» από εκείνους που για ένα τεράστιο χρονικό διάστημα διέψευσαν παταγωδώς τις «φιλοεπενδυτικές» εξαγγελίες τους.
Η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο παρελθόν αντιμέτωπη με το δίλημμα αν πρέπει και μπορεί να ανταγωνιστεί τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, που βασίζονται σε μια οικονομία υψηλών απαιτήσεων και έντασης γνώσης, ή με τις λιγότερο ανεπτυγμένες, που βασίζουν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα στους χαμηλούς μισθούς, στην ευελιξία, στους περιορισμένους δημόσιους πόρους για την ενίσχυση επενδύσεων, στην απουσία ρύθμισης και κοινωνικής πρόνοιας.
Οι κυβερνήσεις σε όλο αυτό το διάστημα επέλεξαν το δεύτερο μονοπάτι, αυτό της «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλοί μισθοί, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές κ.λπ.).
Η δική μας απάντηση είναι ακριβώς η αντίθετη, εμείς επιλέγουμε το πρώτο μονοπάτι. Βάζουμε στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την «οικονομία της γνώσης».
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε, εκμεταλλευόμενοι τα σταθερά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια, να προκαλέσουμε ένα τεχνολογικό «σοκ πρωτοπορίας» στην οικονομία μας, που θα μας επιτρέψει να συμμετάσχουμε κι εμείς με τις δικές μας δυνάμεις στη διεθνώς εξελισσόμενη τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση και να οδηγηθούμε σε μια βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη (inclusive growth), σε μια οικονομία που καλλιεργεί την κουλτούρα της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, που απαιτεί και διαμορφώνει συνειδητοποιημένους πολίτες, που έχει τελικά στη βάση της μια κοινωνία αλληλεγγύης.
*Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, ΥΠΟΙΑΝ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας