Ενα φάντασμα πλανιέται τα τελευταία 24ωρα πάνω από την Ελλάδα: το φάντασμα του νέου εθνικού διχασμού που, αν πιστέψουμε τους οπαδούς του «Ναι», πυροδοτήθηκε από την απόφαση του πρωθυπουργού να θέσει τις απαιτήσεις των δανειστών στη λαϊκή ετυμηγορία.
Ολες οι κατεστημένες δυνάμεις του τόπου που στήριξαν ή ανέχτηκαν τόσα χρόνια τα μνημόνια, από τους δημάρχους των μεγαλουπόλεων μέχρι τον αρχιεπίσκοπο, κι από τους διορισμένους πρυτάνεις των ΑΕΙ μέχρι τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, διαρρηγνύουν δημόσια τα ιμάτιά τους για την υπονόμευση της εθνικής μας συνοχής, απέναντι στις εσωτερικές κι εξωτερικές προκλήσεις του μέλλοντος. Οι κραυγές εξορκισμού του «διχασμού» των Ελλήνων συναγωνίζονται σε ένταση την κινδυνολογία για τις επιπτώσεις μιας εξόδου από την ευρωζώνη:
«Ο μεγαλύτερος εχθρός της χώρας αυτή τη στιγμή είναι ο διχασμός», διακηρύσσει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μπουτάρης (29.6). «Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής, ο ελληνικός λαός θα έχει διχαστεί», αποφαίνεται στη LIFO ο Γιώργος Καμίνης. «Αυτή η πολυτέλεια δεν υπάρχει. Μετά από πέντε χρόνια απίστευτων θυσιών, κάθε κυβέρνηση, στη δύσκολη διαπραγμάτευση, θεωρώ ότι θα έπρεπε να προσδοκά να έχει μαζί της όλο τον ελληνικό λαό. [...] Το δημοψήφισμα θα είναι διχαστικό και πρέπει να αποφευχθεί» (1.7). Από κοντά κι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, συνδυάζει στο μήνυμά του (1.7) την εθνική ομοψυχία με την αποδοχή του τελεσίγραφου των δανειστών: «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε το δηλητήριο του διχασμού να στάξει στις ψυχές μας. Στα παιδιά μας οφείλουμε να εγγυηθούμε μία Ελλάδα της ανάπτυξης και της προόδου. Μία Ελλάδα που θα προχωρά με αυτοπεποίθηση και σιγουριά μπροστά, σάρκα από τη σάρκα του στενού πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής μας οικογένειας. Ας μη διακινδυνεύσουμε κατακτήσεις που με μόχθο οι οραματιστές αυτού του τόπου κέρδισαν. Και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο».
Από κοντά και οι ελάσσονες διαμορφωτές γνώμης, από τον Σάκη Ρουβά, που προειδοποιεί πως «ο διχασμός των Ελλήνων παραμονεύει για να πάρει τα ηνία» και μας καλεί να ρίξουμε στην κάλπη «ένα εκκωφαντικό ΝΑΙ στον κοινό τόπο των Ελλήνων που θα μας λυτρώσει» (29.6), μέχρι τον Τάκη Θεοδωρόπουλο της «Καθημερινής», που αποφαίνεται αξιωματικά πως «η προκήρυξη του δημοψηφίσματος είναι βαθύτατα αντιδημοκρατική επιλογή», δεδομένου ότι -κατ’ αυτόν- «η δημοκρατία επινοήθηκε για να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις» (1.7).
Να υποθέσει κανείς πως όλα αυτά δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό τέχνασμα, με σκοπό την τρομοκράτηση εκείνου κυρίως του τμήματος της κοινωνίας που αισθάνεται ότι δεν έχει πλέον να χάσει και πολλά από μια μετωπική αναμέτρηση με τους εταίρους; Η εκτίμηση αυτή περιέχει κάποια στοιχεία αλήθειας, ισχύει όμως μόνο εν μέρει. Ο φόβος του διχασμού είναι αληθινός, καθώς αποτυπώνει μια υπαρκτή πραγματικότητα, την οποία οι κήνσορες του «Ναι» προσλαμβάνουν άμεσα από τον κοινωνικό περίγυρό τους: η πόλωση της ελληνικής κοινωνίας είναι υπαρκτή και με το δημοψήφισμα αποκτά συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ετσι συνέβαινε πάντοτε άλλωστε με τα δημοψηφίσματα, αφού η διαζευκτική επιλογή ανάμεσα σε ένα «ναι» κι ένα «όχι» εξαφανίζει κάθε ενδιάμεση απόχρωση και προσδίδει στο διακύβευμα της κάλπης τον χαρακτήρα της απόλυτης νίκης ή ήττας. Πόσω μάλλον που, τούτη τη φορά, η πόλωση που αποτυπώνεται στον «διχασμό» δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά βαθιά ταξική, αποτέλεσμα της επιλεκτικά και προγραμματισμένα μονόπλευρης δραματικής υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και μιας μερίδας μικροαστών μέσα στην τελευταία πενταετία.
Δύο συγκεντρώσεις, δύο κοινωνίες
Αν κάτι αποτυπώθηκε στις αντίπαλες συγκεντρώσεις των αρχών της εβδομάδας στο Σύνταγμα, αυτό είναι οι πολλαπλές διαιρετικές τομές που χωρίζουν τις δυο Ελλάδες του 2015.
Στη συγκέντρωση του «Οχι», τη Δευτέρα, τον τόνο τον έδινε ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας και της εργασιακής επισφάλειας, οι νέοι κάτω των 30 ετών που δεν πρόλαβαν να σχεδιάσουν κανένα μέλλον και η γενιά μεταξύ 40 και 60 που είδε τους σχεδιασμούς και τους κόπους μιας ζωής να συντρίβονται μεσοδρομίς από τη μνημονιακή λαίλαπα, δίχως να διαθέτει τα οικογενειακά, τα χρονικά περιθώρια να (ξανα)φτιάξει τη ζωή της στην ξενιτιά. Ενοποιητικό δεσμό του πλήθους δεν αποτελούσε τόσο κάποια κοινή ιδεολογία όσο τα κοινά βιώματα της τελευταίας πενταετίας: ακόμη και οι μεσήλικοι με τις γαλανόλευκες ξέσπασαν π.χ. σε χειροκροτήματα όταν παιζόταν το τραγούδι του Ασιμου για «τη μαύρη και την κόκκινη σημαία» που μας καλεί στον αγώνα όταν «αυτοί καλοπερνούν κι εμείς αγωνιάμε, αν θα 'χουμε δουλειά, για να 'χουμε να φάμε»...
Την Τρίτη, πάλι, στη συγκέντρωση του «Ναι» κυριαρχούσαν οι ηλικίες 30-45 και άνω των 60, οι επιχειρηματίες και οι κάθε λογής κρατικοδίαιτοι - όχι φυσικά της Ψωροκώσταινας, αλλά του «άλλου» Δημοσίου, των κοινοτικών δηλαδή υπηρεσιών και κονδυλίων. Ενίοτε και υβρίδια όλων των παραπάνω: ο 45άρης στο μετρό που καθ’ οδόν έστελνε με το i-phone μηνύματα στους γνωστούς του «να κατέβουν κάτω», επιχειρηματίας νυν, είχε κατά δήλωσή του εργαστεί τρία χρόνια «σε υπουργείο» κι άλλα τόσα στην Κομισιόν.
Εξίσου ορατή ήταν η οικονομική επιφάνεια, όχι μόνο επιδεικτικά αποτυπωμένη στην αμφίεση των διαδηλωτών αλλά και διατυμπανιζόμενη ενίοτε μεγαλόφωνα μεταξύ τους: «Εξήντα ευρώ δεν μου φτάνουν για να κατέβω με το τζιπ από το χωριό» στη γειτονική πόλη, ξεσπά ο μεσήλικας δίπλα μας, για να εισπράξει από τον συνομιλητή του τη θυμόσοφη παρατήρηση: «Ασ' τα, Αλβανία γίναμε!». Πάνω απ’ όλα, όμως, το συλλαλητήριο ανέδιδε μια γενικευμένη αίσθηση φοιτητικού reunion της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, πρώτης δύναμης στα ελληνικά ΑΕΙ εδώ και τρεις δεκαετίες: γενιές δαπιτών, εξαφανισμένες εδώ και χρόνια από τη δημόσια σκηνή (αλλά όχι κι από το παρασκήνιο), κοινωνικά δικτυωμένες και οικονομικά ενεργές, έδωσαν το «παρών» στο πεζοδρόμιο με τα σημαιάκια του «Ναι» ανά χείρας κι ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπο.
Και, φυσικά, την οφειλόμενη -έστω και χαμηλόφωνα- απότιση φόρου τιμής στους πανίσχυρους συμμάχους. Τις αυθόρμητες ιαχές «Γερούν, γερά!» συμπλήρωναν πανευτυχείς διαπιστώσεις όπως «εγώ σ' τα 'λεγα, με τον σερίφη δεν τα βάζει κανείς!». Μια εκατοστή μέτρα πιο πέρα, διαβάζουμε στον «Ελεύθερο Τύπο» της επομένης, μια πανεπιστημιακός υπενθύμιζε κατά την παρουσίαση ενός ομόφρονος βιβλίου ότι, σε παρόμοιες στιγμές της νεοελληνικής Ιστορίας «πάντα ερχόταν το ιππικό να μας σώσει!».
Συντεχνίες, αιθεροβάμονες, κρατικοδίαιτοι...
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, μνήμη ελέφαντα για να διαπιστώσει κανείς ότι, στο φραστικό τουλάχιστον επίπεδο, η κουλτούρα του διχασμού και η εμφυλιοπολεμική φρασεολογία κάθε άλλο παρά μονοπώλιο της «αντιμνημονιακής» πλευράς συνιστά. Ηδη από την εποχή της εκκόλαψης του πρώτου μνημονίου, την άνοιξη του 2010, τα ιδιωτικά κανάλια και οι λοιποί προπαγανδιστικοί δίαυλοι της επίθεσης του κεφαλαίου στις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας είχαν επιδοθεί σε μια απίστευτη καμπάνια κατασυκοφάντησης των εργασιακών δικαιωμάτων και της συνδικαλιστικής τους προστασίας, σαν υπεύθυνων -τάχα μου- για την καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε με την κατάρρευση μιας υπερατλαντικής τραπεζικής φούσκας και μεταδόθηκε μέσω των «μολυσμένων» χρηματοπιστωτικών παραγώγων της φιλελεύθερης «νέας οικονομίας». Ενας ολόκληρος κόσμος που κέρδιζε αξιοπρεπώς το ψωμί του μετατράπηκε εν μιά νυκτί σε «υπέρβαρο», σε αποδιοπομπαίο τράγο και σε «συνένοχο» που «τα έφαγε μαζί» με τα golden bοys της πολιτικής εξουσίας, των τραπεζών, του «Αθήνα 2004» και των «Ολυμπιακών Ακινήτων».
Η χάραξη των κοινωνικά προσδιορισμένων αυτών εμφυλιοπολεμικών διαχωριστικών γραμμών διατηρήθηκε σταθερή όλη αυτή την πενταετία. «Στη μία πλευρά του διχασμού», διαβάζαμε χαρακτηριστικά στη φιλελεύθερη «Καθημερινή», δύο ολόκληρες εβδομάδες πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος (14.6), «υπάρχουν όσοι ανησυχούν για τη σταθερότητα στην οικονομία, για την τύχη των περιουσιών τους, για την αξιοπρεπή επιβίωσή τους και όσοι είναι προσκολλημένοι στις αρχές της δημοκρατίας και στα ανθρώπινα δικαιώματα. [...] Στην άλλη πλευρά υπάρχει το “μαύρο” κεφάλαιο, μαζί με τους αιθεροβάμονες βολονταριστές κομμουνιστές, τις συντεχνίες, τους επιβήτορες του Δημοσίου, τους εθισμένους στις συνήθειες της καθ’ ημάς Ανατολής».
Την ίδια μέρα και στην ίδια εφημερίδα, ο πάλαι ποτέ υπουργός Παιδείας του Μητσοτάκη και υφυπουργός Υγείας του Σημίτη, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, αποφαινόταν πως «οι συνθήκες επιβάλλουν τη συγκρότηση ενός νέου ΕΑΜ» από «δημοκρατικούς πολίτες ολόκληρου του πολιτικού φάσματος» και «την αφρόκρεμα κάθε τοπικής κοινωνίας».
Οχι ενάντια στους δανειστές, φυσικά, αλλά για την καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού: «Στόχος πρέπει να είναι η απελευθέρωση της χώρας από τους εσωτερικούς της δυνάστες: τον κρατισμό, την κομματοκρατία, τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό και τις συντεχνίες, που καταπνίγουν τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας». Ο ίδιος διαθέτει, άλλωστε, τέτοιες «απελευθερωτικές» δάφνες από την εποχή της υπουργίας του (1991), όταν παρακρατικές συμμορίες της Ν.Δ. ανέλαβαν ν’ αποσπάσουν από τα χέρια των μαθητών τα κατειλημμένα τότε σχολεία, λιώνοντας -μεταξύ άλλων- το κρανίο του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα.
...αμόρφωτοι, τεμπέληδες, ηλίθιοι...
Η κήρυξη του πολέμου ενάντια στον εσωτερικό κοινωνικό εχθρό συνοδεύεται από την προσπάθεια γελοιοποίησης αυτού του τελευταίου με μη πολιτικούς όρους. Για την Ολγα Σελλά της «Καθημερινής», η πολιτική διαφωνία με τα μνημόνια αποτελεί, έτσι, ζήτημα ψυχανάλυσης κι αγραμματοσύνης: «Τον τελευταίο καιρό», διαπιστώνει (30.6), «από την αρχή της κρίσης και μετά, το συλλογικό ασυνείδητο θεριεύει σιγά σιγά. Κι ίσως αυτό το ασυνείδητο, ασφαλώς και η οργή των τελευταίων πέντε χρόνων, καθόρισε μια μεγάλη μερίδα πολιτών, χωρίς ιδιαίτερη παιδεία και (ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο) με πλημμελή ή παντελώς απούσα ενημέρωση».
Τελικό αποτέλεσμα αυτών των συλλογικών απωθημένων και της αγραμματοσύνης, σύμφωνα με την (κατά τεκμήριο ακομπλεξάριστη κι εγγράμματη) αρθρογράφο, ήταν πως «οι πολίτες εμπιστεύτηκαν νέα πρόσωπα στο πολιτικό σκηνικό, εμπιστεύτηκαν τις υποσχέσεις που τους έδιναν, στο πλαίσιο που χάιδευε [sic] το αίσθημα του “ισχυρού”, του “μη εξαρτημένου”, του “περήφανου” και έδωσαν 36% στο κυβερνών κόμμα». Και για όποιον δεν κατάλαβε, λόγω ιδιαίτερης προφανώς παιδείας, το άρθρο κλείνει μ’ ένα καλομασημένο επιμύθιο: «Σ’ αυτό το δημοψήφισμα, το “ναι” σημαίνει και άρνηση των μύθων. Το “όχι” σημαίνει συνέχιση της φαντασίωσης».
Στο ακαδημαϊκό επίπεδο, η συμβολική πάταξη των υποτελών τάξεων παίρνει ακόμη πιο χουλιγκάνικα χαρακτηριστικά. Δεν είναι μόνο η ποταμίσια ανιψιά του Μητσοτάκη, καθηγήτρια Αντιγόνη Λυμπεράκη, που διακήρυξε σιβυλλικά στην εκπομπή του Χατζηνικολάου πως «οι φτωχοί δεν είναι κακοί, δεν είναι ανόητοι, δεν είναι αμόρφωτοι, απλώς κάνουν λανθασμένες επιλογές σε κρίσιμες στιγμές» (29.6). Ενας άλλος επιφανής αστέρας του φιλελευθερισμού, ο καθηγητής του Γέιλ Στάθης Καλύβας, θα χαρακτηρίσει απροσχημάτιστα στο τουίτερ «τεμπέληδες» (lazies) όσους παρέμειναν στη χώρα αντί να πάρουν τον δρόμο της μετανάστευσης (30.6).
Σε διακριτικότερους τόνους, η ίδια αντίστιξη «πετυχημένων»/«άχρηστων» (και, συνεπώς, «περισσευούμενων») πολιτών διαπερνά επίσης την πολιτική διακήρυξη υπέρ του «Ναι» από «85 πολίτες, ανθρώπους που ο καθένας έχει διακριθεί στον χώρο του» (1.7) –διατύπωση τόσο ευρεία, ώστε να χωρά δίπλα-δίπλα τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο και τον λαϊκό αοιδό Σάκη Ρουβά, την παλαίμαχη επονίτισσα συγγραφέα Αλκη Ζέη και τον αντικομμουνιστή αρσιβαρίστα Πύρρο Δήμα, τον πανεπιστημιακό της αλλοδαπής Δημήτρη Νανόπουλο και την ελληνοχριστιανή ηθοποιό Μιμή Ντενίση, τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό Παναγιώτη Πικραμμένο και την τραγουδίστρια Νάνα Μούσχουρη...
«Υπάρχει μια ανθρωπολογική σταθερά στον χάρτη των πολιτικών προτιμήσεων», εξηγούσε έγκαιρα από τις στήλες του antinews (9.3) ένας σύμβουλος του κ. Σαμαρά - ο ίδιος που τον περασμένο Ιανουάριο είχε αναδείξει τη γραβάτα σε διαχωριστική γραμμή φωτός και σκότους. «Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ουδείς πραγματικά άξιος και διακεκριμένος γίνεται αριστερός. Οι ικανοί αφιερώνουν τις δυνάμεις τους στην Επιστήμη, στην Τέχνη, στο Πνεύμα, στην οργάνωση και διοίκηση, στην καινοτόμο επιχειρηματικότητα, όχι στην κοινωνική ανατροπή». Θα μπορούσε να χαμογελάσει κανείς μεγαλόψυχα μπροστά στην τόση αυταρέσκεια, αν δεν ακολουθούσε, λίγες σειρές παρακάτω, η ανατριχιαστική κατακλείδα: «Το 1944 “καθάρισε” ο Σκόμπυ. Το 1949 ο Τρούμαν. Και το 1967, μετά το όργιο του 1965-67, λυπάμαι, ο Παπαδόπουλος. Σήμερα, απέναντι στους ερυθρόμυαλους, μην περιμένετε το ιππικό».
Το σακάκι του Γούναρη
Τις ιστορικές αναφορές του νέου διχασμού δεν τις στοιχειώνει όμως μόνο η επίκληση του Σκόμπι και του Παπαδόπουλου (ή, στην αντίπερα όχθη, η μνήμη χιτών και γερμανοτσολιάδων). Στη «Δημοκρατία» της 14.6, ο Φαήλος απειλεί ευθέως τον πρωθυπουργό με εκτελεστικό απόσπασμα για εθνική προδοσία, στα χνάρια του πλαστηρικού 1922: «Με θλίψη διαπιστώνει κανείς πως ο Αλέξης προβάρει το σακάκι του Γούναρη. Ξέρετε, αυτό με τις έξτρα κουμπότρυπες από τα Μάνλιχερ του αποσπάσματος. Στην προκειμένη περίπτωση το “απόσπασμα” θα είναι η ετυμηγορία της Ιστορίας και του λαού, όταν θα γίνουν θρύψαλα στα χέρια των πολιτών οι χάντρες και τα καθρεφτάκια που αγόρασαν με την ψήφο τους στις 25/1. Η καταστροφή, όπως και τότε, θα έχει όνομα. Αδιάφορες οι καλές προθέσεις και τα ελαφρυντικά. Ενίοτε έχουμε προδοσία χωρίς προδότες». Η αναμετάδοση του ίδιου μηνύματος στο τουίτερ είναι άλλωστε απαλλαγμένη από τα προσχήματα περί συμβολικού λόγου και «Ιστορίας»: «Είναι στενό το σακάκι του Γούναρη, φίλτατε Αλέξη. Και θα σου πέσει ακόμη πιο βαρύ μόλις στα σαράντα σου. Εμείς όμως δεν φταίμε να ράψεις σε όλη τη χώρα μαρμάρινο παλτό…»
Ακόμη πιο απροκάλυπτες οι απειλητικές προφητείες του αστροφυσικού Χρήστου Γούδη, ηγετικού στελέχους παλιότερα της Ν.Δ., εν συνεχεία του ΛΑΟΣ και συνοδοιπόρου κατόπιν της Χρυσής Αυγής («Δημοκρατία» 30.6): «Σε περίπτωση που επικρατήσει το Οχι θα οδηγήσει τελικά την πατρίδα μας σε μία στρατιωτική συντριβή, σε ένα λουτρό αίματος, σε απώλεια εθνικού εδάφους, σε εγκαθίδρυση δικτατορίας με κρεμάλες και σε οριστική μετατροπή των υπολειμμάτων της δύσμοιρης χώρας μας σε ένα τριτοκοσμικό αμάλγαμα αφροασιανικών προδιαγραφών». Το πώς θα φτάσουμε εκεί δεν χρειάζεται ν’ αναλυθεί, φυσικά. Αρκεί το ρατσιστικό τσίγκλισμα του «ευρωπαϊκού» μας συνδρόμου...
Ακόμη λακωνικότερος, ένας άλλος θαυμαστής των χρυσαυγιτών, ο Ανδρέας Λοβέρδος, καταγγέλλει κι αυτός στο τουίτερ (27.6) τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα: «Διχασμός, καταστροφή, πραξικόπημα: ιδού η απόφαση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οχι στους διχαστές και τους τυχοδιώκτες. Αλλο ερώτημα δεν υπάρχει».
Η λιποταξία των «πατριωτών»
Την εικόνα μιας κοινωνικής (κι όχι «ελληνογερμανικής» εθνικής) πόλωσης ολοκληρώνουν δύο φαινόμενα των τελευταίων ημερών.
Το πρώτο είναι η πλήρης κατάρρευση των «εθνικών» διαχωριστικών γραμμών, σε αντίθεση προς τους ταξικούς δεσμούς αλληλεγγύης. Τη στιγμή που οι Γερμανοί βουλευτές του κόμματος «Η Αριστερά» (Die Linke) έδιναν μέσα στην εκεί Ομοσπονδιακή Βουλή μια άνιση αλλά πεισματική μάχη υπέρ των θέσεων της ελληνικής κυβέρνησης, όπως είχαμε όλοι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε με την απευθείας μετάδοση της σχετικής συζήτησης από την ΕΡΤ 1 (1.7), οι Ελληνοκύπριοι «αδελφοί» ευθυγραμμίστηκαν πλήρως, ως αστικό κράτος και δεξιά κυβέρνηση, με τους υπόλοιπους 17 εταίρους της ευρωζώνης.
Το δεύτερο φαινόμενο, είναι η μαζική λιποταξία από το μέτωπο του «Οχι» μιας πλειάδας προσωπικοτήτων που είχαν πρωτοστατήσει τα προηγούμενα χρόνια στο αντιμνημονιακό μέτωπο με βάση ένα καθαρά εθνικό σκεπτικό. Η αιφνιδιαστική συνηγορία του ευρωβουλευτή Κώστα Χρυσόγονου υπέρ της πάση θυσία αποδοχής των μνημονίων και η αποσκίρτηση των 4 βουλευτών των ΑΝ.ΕΛΛ. μετά την επιβολή του capital control αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της στροφής.
Προηγήθηκε ο ανεξάρτητος ευρωβουλευτής (πρώην ΑΝ.ΕΛΛ.) Νότης Μαριάς, από τους μπροστάρηδες της εθνικόφρονος συνιστώσας του αντιμνημονιακού κινήματος των προηγούμενων χρόνων. Το πρωί του Σαββάτου στην τηλεόραση του «Σκάι» ταυτίστηκε ουσιαστικά με τις θέσεις της Ν.Δ., καλώντας δημόσια την κυβέρνηση ν’ αποκαλύψει το «πραγματικό σχέδιό» της, και την επομένη ήταν ομιλητής σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της μητρόπολης Πειραιά, η αφίσα της οποίας ταύτιζε την έλλειψη μετρητών με το 666 και το «χάραγμα του θηρίου» της Αποκάλυψης.
Ακόμη και η ναζιστική Χ.Α., η επίσημη σύμπραξη της οποίας με την απόρριψη του τελεσιγράφου των δανειστών τροφοδότησε μια προσχηματικά «αντιφασιστική» προπαγάνδα υπέρ του «ναι», έσπευσε να υποστείλει διακριτικά τις σημαίες του αντιμνημονιακού αγώνα. Το επίσημο έντυπό της, που κυκλοφόρησε την Τετάρτη (1.7), αποφεύγει να προπαγανδίσει υπέρ του «Οχι», προκρίνοντας αντίθετα έναν αμφιλεγόμενο «διμέτωπο»: «Μένουμε Ελλάδα. Ούτε με τους μπολσεβίκους, ούτε με τους τοκογλύφους».
Τον «εμφύλιο μέσα μας», ανάμεσα στο φιλοδυτικό και το αντιδυτικό σκέλος της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας, θα επικαλεστεί τέλος ένας οργανικός διανοούμενος της εθνικοφροσύνης των τελευταίων δεκαετιών, ο Γιώργος Καραμπελιάς του «Αρδην» και της «Ρήξης», για ν’ αρνηθεί κάθε συστράτευση με το «Οχι»: «Δεν θα μπούμε στο παιχνίδι τους, ούτε θα τροφοδοτήσουμε για άλλη μια φορά τη λογική του εμφυλίου», διαβάζουμε στο κείμενο που ανάρτησε για το δημοψήφισμα στο διαδίκτυο (1.7), «γι’ αυτό και θα μείνουμε έξω από το παιχνίδι τους και ελπίζουμε πως πολλοί Ελληνες ακόμα θα αρνηθούν να μπουν στο παιχνίδι στο οποίο μας βάζει ο ανίκανος πρωθυπουργός και η παρέα του και ότι το εγχείρημά τους θα καταρρεύσει πριν καν ολοκληρωθεί».
Φως φανάρι πως η «καθ’ ημάς Ανατολή» δεν είναι δυνατό να υπάρξει δίχως ευρωπαϊκά προγράμματα και κονδύλια...
Το πνεύμα του Αγίου Βαρθολομαίου
«Μετά τον Γράμμο και το Βίτσι τούς χαριστήκαμε, τούτη τη φορά δεν θα το ξανακάνουμε». Η συχνότητα τέτοιων διακηρύξεων, από τα χείλη των υποστηρικτών του «Ναι» στο συλλαλητήριο της περασμένης Τρίτης στο Σύνταγμα, υπενθύμιζε πως ο δημόσιος εξορκισμός του «διχασμού» από τους ταγούς μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με τη χαμηλόφωνη οργάνωσή του στη βάση της κοινωνίας, απ’ όσους αισθάνονται ότι κάποια συμφέροντά τους απειλούνται από το φάντασμα της επαπειλούμενης κοινωνικής αλλαγής. Μια εικόνα αυτού του ίδιου φαινομένου πριν από εβδομήντα χρόνια έχει έξοχα αποτυπωθεί στο ημερολόγιο του φιλελεύθερου Κολωνακιώτη λογοτέχνη Γιώργου Θεοτοκά, τις ώρες που ξέσπαγε η εμφύλια σύρραξη των Δεκεμβριανών («Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953», Αθήνα 1986, σ. 531-2, εγγραφή της 5.12.1944).
Φυσικά οι συνθήκες είναι σήμερα πολύ διαφορετικές. Η αναμέτρηση διεξάγεται με την ψήφο κι όχι (ευτυχώς) με τα όπλα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαθέτουν την οργανωτική εμβέλεια ενός ΕΑΜ, το δε ΚΚΕ έχει επιλέξει για τον εαυτό του τη στάση των «ντεφαιτιστικών» εκείνων τροτσκιστικών ομάδων που απαξιούσαν να εμπλακούν σ’ ένα αντιστασιακό κίνημα, όσο εκείνο δεν ακολουθούσε μηχανιστικά τις επιλογές των μπολσεβίκων κατά τον προηγούμενο μεγάλο πόλεμο. Η σκιαγράφηση όμως της ψυχολογίας των δύο στρατοπέδων (ιδίως της Δεξιάς, για την οποία ο Θεοτοκάς είχε εκ των πραγμάτων πολύ καλύτερη εικόνα) παραμένει όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη:
«Η κοινή γνώμη είναι κομμένη στα δύο, θαρρείς με τρόπο ανεπανόρθωτο. Η μερίδα που βρίσκεται υπό την επίδραση του ΚΚΕ είναι φανατισμένη όπως δεν ήτανε ποτέ, σε κατάσταση θρησκευτικής μυστικοπάθειας, έτοιμη για καθετί που θα της ζητήσουν οι αρχηγοί της, για κάθε τρέλα, κάθε ηρωισμό, κάθε θυσία. Βλέπει κανείς στους δρόμους της Αθήνας μυστικιστικά συμπτώματα που καταπλήσσουν ακόμα κι εκείνους που ήτανε προειδοποιημένοι από πολύχρονη μελέτη και παρατήρηση των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων. [...]
Από την άλλη μεριά, τη μεριά της πλειοψηφίας, επικρατεί πια το πνεύμα της αδιαλλαξίας. Η μεγάλη αντικομμουνιστική μάζα έχει ξεχάσει όλες τις διαφορές που τη χώριζαν ως χτες και δε ζητά παρά ένα πράμα, το χτύπημα του ΚΚΕ, από οποιονδήποτε και μ’ όποια μέσα, ακόμη και τα σκληρότερα. Μα δεν έχει την ιδεολογική έξαψη των αντιπάλων της. Είναι ψύχραιμη, σιγομίλητη, σφιγμένη και γεμάτη μνησικακίες και αγανακτήσεις, που στοιβάχτηκαν μέσα της τις τελευταίες αυτές εβδομάδες [μετά την απελευθέρωση]. Αν επικρατήσει κι έχει τα χέρια λεύτερα να κάμει ό,τι θέλει (αν δηλαδή δε δεσμεύεται από εξωτερικούς παράγοντες) θα είναι αδυσώπητη. Θα είναι η ψυχολογία της καθολικής πλειοψηφίας της Γαλλίας τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Εδώ έχουμε φτάσει».
► Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953 (Αθήνα 1986, εκδ. Βιβλιοπωλερίο της Εστίας). Η προσωπική ματιά ενός αστού διανοουμένου πάνω στην αθηναϊκή κοινωνία του προηγούμενου «εθνικού διχασμού». Εξαιρετικά διεισδυτική όσον αφορά τις πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες της έντονης κοινωνικής πόλωσης των ημερών αλλά και για τις μεταπτώσεις της κοινής γνώμης που προκλήθηκαν από τη δυναμική της Αντίστασης, αρχικά, και των εμφύλιων συγκρούσεων, στη συνέχεια.
► Ο Ιός, «Σενάρια εθνικής σωτηρίας. Η μετοχοποίηση της δημοκρατίας» («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 90/5/2010). Η ανάδυση του «εσωτερικού εχθρού», η ιδέα της κήρυξης της χώρας σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία» (αλλά με άρση θεμελιωδών εγγυήσεων του Συντάγματος) και η αναζήτηση από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης κάποιου εθνοσωτήρα, ικανού να δαμάσει και να εκπροσωπήσει την επερχόμενη αντιθεσμική οργή της «μεσαίας ταξης». Ως πρώτο υποψήφιο, τα αστικά επιτελεία (το συγκρότημα Αλαφούζου κι ένας γαλαξίας ΜΜΕ της ευρύτερης Δεξιάς, από τη «Veto» και τη «Ζούγκλα» του Τριανταφυλλόπουλου μέχρι το protagon.gr του Σταύρου Θεοδωράκη και την «Ελεύθερη Ωρα» του Γρηγόρη Μιχαλόπουλου) προέκριναν τότε τον τραπεζίτη Ανδρέα Βγενόπουλο της Μαρφίν.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας