Αθήνα, 24°C
Αθήνα
Ελαφρές νεφώσεις
24°C
25.1° 22.0°
3 BF
55%
Θεσσαλονίκη
Ελαφρές νεφώσεις
21°C
22.2° 19.7°
2 BF
54%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
22°C
22.1° 19.3°
3 BF
62%
Ιωάννινα
Σποραδικές νεφώσεις
14°C
13.9° 13.9°
1 BF
82%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
20.7° 18.9°
1 BF
72%
Βέροια
Αίθριος καιρός
20°C
19.8° 19.0°
2 BF
54%
Κοζάνη
Αίθριος καιρός
15°C
16.2° 13.7°
1 BF
44%
Αγρίνιο
Αίθριος καιρός
15°C
15.2° 15.2°
2 BF
68%
Ηράκλειο
Ελαφρές νεφώσεις
23°C
23.8° 21.6°
3 BF
71%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
22°C
22.7° 19.6°
2 BF
57%
Ερμούπολη
Αίθριος καιρός
24°C
24.5° 23.4°
1 BF
49%
Σκόπελος
Ελαφρές νεφώσεις
24°C
23.7° 19.6°
1 BF
53%
Κεφαλονιά
Ελαφρές νεφώσεις
21°C
20.9° 20.9°
0 BF
60%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
17°C
21.3° 16.9°
0 BF
77%
Λαμία
Αίθριος καιρός
21°C
21.7° 19.5°
1 BF
59%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
25°C
24.9° 23.7°
4 BF
63%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
23°C
24.3° 21.2°
2 BF
51%
Καβάλα
Ελαφρές νεφώσεις
22°C
21.6° 16.3°
2 BF
62%
Κατερίνη
Αίθριος καιρός
20°C
20.7° 19.7°
1 BF
64%
Καστοριά
Ελαφρές νεφώσεις
14°C
14.1° 14.1°
0 BF
66%
ΜΕΝΟΥ
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Πασχαλινή λιτανεία στην περιοχή του Κουρσκ, σε πίνακα του Ρώσου ρεαλιστή ζωγράφου Ιλία Ρέπιν (1883)

Ευσεβείς χήρες και ιερές παρθένες

H ιστορική έρευνα κρύβει κάποτε απολαυστικές εκπλήξεις. Αναζητώντας στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος RICONTRANS στοιχεία για τους διαύλους μεταφοράς ρωσικών εικόνων και άλλων ειδών εκκλησιαστικής τέχνης στον μακεδονικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα, ο γράφων έπεσε, λ.χ., πρόσφατα πάνω σ’ ένα τεκμήριο παραγνωρισμένο μεν, πλην αναπάντεχα διαφωτιστικό για τις παραδοσιακές οικονομικές πρακτικές του ορθόδοξου μοναχισμού.

Ο λόγος για ένα βιβλιαράκι 104 σελίδων με τίτλο «Περιήγησις Μελετίου Κωνσταμονίτου εις Ρωσσίαν από του έτους 1862-1869», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1882 και περιέχει τις αναμνήσεις του συγγραφέα από δυο μακροχρόνιες περιοδείες του στη ρωσική ενδοχώρα προς άγραν ελεημοσύνης για λογαριασμό της αγιορείτικης μονής του («ζητείες»). Σε αντίθεση με τα περισσότερα ντοκουμέντα αυτής της κατηγορίας, που κατά κανόνα περιορίζονται σε μια άχαρη λογιστική απαρίθμηση εσόδων και κάποιες συμπληρωματικές εξηγήσεις για τις θεσμικές ή άλλες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο συντάκτης τους, η γραφή του Μελετίου και η κυνική εξιστόρηση των μεθόδων του θυμίζουν περισσότερο ταινία του Μπουνιουέλ, προσφέροντάς μας μια σπάνια –και απόλυτα ορθολογική– ενδοσκόπηση ενός κόσμου αθέατου συνήθως στον μέσο αναγνώστη.

«Εις όλην εν γένει την Σιβηρίαν επικρατεί άκρα παραλυσία ηθών» Μελέτιος Κωνσταμονίτης, «Περιήγησις», σελ. 31

Εξίσου πρωτόγνωρη, για γραπτό αυτού του είδους, είναι η εκτενής ενασχόληση του συγγραφέα με τον περιβάλλοντα χώρο στον οποίο κινείται: τη βαθιά Ρωσία και Σιβηρία των μέσων του 19ου αιώνα. Η εξιστόρηση της περιοδείας του διανθίζεται με πάμπολλες επισημάνσεις εθνολογικού, κοινωνιολογικού ή ηθογραφικού χαρακτήρα, διαφωτιστικές τόσο για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο βόρειο αυτό κέντρο της ορθόδοξης χριστιανοσύνης όσο και για την πρόσληψή της από έναν ανοιχτομάτη Βαλκάνιο περιηγητή.

Ο ίδιος ο Μελέτιος φρόντισε, άλλωστε, να προειδοποιήσει ευθύς εξαρχής τον αναγνώστη πως η αφήγησή του δεν επρόκειτο να υπακούσει στις συνήθεις συμβάσεις της εθνοθρησκευτικά ορθής λογιοσύνης: «Θα γράψω διά την περιήγησίν μου ταύτην εις Ρωσσίαν, περί των πραγμάτων και των ανθρώπων, ό,τι είδον και ήκουσα αξιόλογον, κατά την αντίληψίν μου, χωρίς ούτε να προσθέσω, ούτε ν’ αφαιρέσω τι. Ολίγα μόνον γράμματα ηξεύρω και θα γράψω με απλότητα γυμνήν την αλήθειαν. Και αν τυχόν ακούση ο αναγνώστης και κανέν εξ εκείνων των πραγμάτων, τα οποία οι πεπαιδευμένοι γνωρίζουν να παρασιωπούν, ας μην τω φανή παράξενον, εγώ θα το γράφω, διότι θα το νομίζω καλόν» (σ. 4).

Ο άνθρωπος και ο θεσμός

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Μελέτιος γεννήθηκε το 1822 στη Βέροια – πόλη όπου μέχρι σήμερα τιμάται ως εθνικός ευεργέτης, για λόγους που θα δούμε παρακάτω. Η οικογένειά του δεν πρέπει να ήταν φτωχή, αν λάβουμε υπόψη πως ο αδερφός του Θωμάς χρημάτισε ταμίας του οθωμανικού δημοσίου (Χριστοδούλου 1960, σ. 86). Σε ηλικία 14 ετών ο Μελέτιος μπήκε στο μοναστήρι της Σφίνιτσας και ακολούθησαν η κουρά του ως μοναχού (1838) και η χειροτονία του ως ιεροδιακόνου (1840). Για τέσσερα χρόνια θα συνοδεύσει τον γέροντά του, καθηγούμενο Νικηφόρο, σε «πολλάς επαρχίας της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (περί τας εικοσιπέντε), κηρύττοντες τον λόγον του Θεού, αδεία της Μεγάλης Εκκλησίας»· μετά τον θάνατο του τελευταίου θα μετακομίσει το 1844 στη Μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Ορους, στο δυναμικό της οποίας και παρέμεινε ώς το τέλος της ζωής του.

Το 1860 τον συναντάμε εκπρόσωπο της μονής στην Ιερά Κοινότητα (Αθωνική Ψηφιακή Κιβωτός, εγγρ. 21/02-01/08003). Την ίδια περίπου χρονιά, το καταχρεωμένο μοναστήρι ζητά από τη ρωσική πρεσβεία και Ιερά Σύνοδο άδεια για τη διενέργεια ζητείας στη Ρωσία, με σκοπό την ανακούφιση των άθλιων οικονομικών του. Ουδέποτε ιδιαίτερα ανθηρά μετά την ανασύσταση της μονής το 1799, τα τελευταία είχαν επιδεινωθεί δραματικά λόγω δικαστικών διενέξεων με τη γειτονική μονή Δοχειαρίου για κάποιο λιβάδι (Σμυρνάκης 1903, σ. 688-9). Τελικά, η άδεια θα δοθεί το 1862, «διά μεσολαβήσεως φίλων τινών περιηγητών ρώσσων» που διαπίστωσαν «ιδίοις οφθαλμοίς το ετοιμόρροπον της Μονής» (σ. 3-4). Την αποστολή θα συγκροτήσουν ο καθηγούμενος Συμεών, ο Μελέτιος κι ένας ακόμη μοναχός.

Παραδοσιακή «μορφή εράνου που πραγματοποιούσαν μέσω εκπροσώπων τους τα Πατριαρχεία, τα μοναστήρια και οι μητροπόλεις» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για ν’ αντιμετωπίσουν «δυσβάστακτα χρέη ή άλλες έκτακτες ανάγκες» (Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη 2007, σελ. 248-9), η ζητεία –ή «ταξείδιον»– μπορούσε να διενεργηθεί είτε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας είτε σε χριστιανικές χώρες του εξωτερικού, με την ορθόδοξη Ρωσία να υποκαθιστά σταδιακά από ένα σημείο και μετά τη Δυτική Ευρώπη ως ο κατεξοχήν προσοδοφόρος προορισμός. Αρχικά, τα «ταξείδια» εκεί περιορίζονταν στην παραλαβή βασιλικών δώρων δίχως οποιαδήποτε επαφή με τον υπόλοιπο πληθυσμό, πόσο μάλλον ελευθερία κινήσεων στην ενδοχώρα· στη διάρκεια όμως του 19ου αιώνα, οι εξουσιοδοτημένοι κληρικοί εφοδιάζονταν με ειδική άδεια της Ιεράς Συνόδου που τους επέτρεπε να επισκεφθούν οποιοδήποτε τμήμα της ρωσικής επικράτειας επιθυμούσαν, σε αναζήτηση ελεημοσύνης. Η παροχή των σχετικών προσκλήσεων και αδειών εξελίχθηκε έτσι σε βασικό μηχανισμό παρέμβασης κι επιρροής της Αγίας Πετρούπολης στη χριστιανορθόδοξη Ανατολή.

Πρώτες εντυπώσεις

Ακολουθώντας το συνηθισμένο δρομολόγιο παρόμοιων αποστολών, η ομάδα αναχώρησε από τον Αθω τον Μάιο του 1862 με τα σύνεργα της δουλειάς: λείψανα αγίων και δύο σταυρούς. Στην Κωνσταντινούπολη εφοδιάστηκε από τον Ρώσο πρέσβη με «έν κοινόν διά τους τρεις διαβατήριον ισχύον μέχρι Πετρουπόλεως» και στις 2 Ιουνίου έφτασε στην Οδησσό. Η εικόνα που αντικρίζουν τους εντυπωσιάζει: «Βλέποντες διά πρώτην φοράν τας κολοσσαίας οικοδομάς της πόλεως, τας ευρυτάτας οδούς, τας ωραίας δενδροστοιχείας και τους μεταξύ αυτών μακρούς περιπάτους, έπειτα τα υψηλότατα κωδωνοστάσια των εκκλησιών, τους μεγίστους αυτών κώδωνας και την καθαρότητα της πόλεως, εμείναμεν αληθώς έκθαμβοι» (σ. 4-5).

Ακολούθησε η αργόσυρτη πορεία τους προς τη Μόσχα μέσω Ουκρανίας («Μικρορωσίας»). Οπως και αργότερα στη Σιβηρία, στους βασικούς σταθμούς τους συγκαταλέγονται οι γενέτειρες και οι κατοικίες στενών συγγενών κάποιων βασικών στελεχών του αγιορείτικου ρωσικού μοναχισμού. Ο Μελέτιος διαπιστώνει πως «οι κάτοικοι της μικράς Ρωσσίας είναι εν γένει θρήσκοι, φιλόξενοι και φιλελεήμονες, αλλά προστυχότεροι των της Μεγάλης Ρωσσίας και ολιγώτερον πολυτελείς» (σ. 7-8). Μεταξύ άλλων παρατηρήσεών του, ξεχωρίζει επίσης η πληροφορία ότι στο Μπριάνσκ ο διευθυντής ενός εργοστασίου πυρομαχικών εξέδιδε «αδεία της κυβερνήσεως χαρτονόμισμα μικράς αξίας» με τοπική μόνο ισχύ, «προς ευκολίαν πληρωμής των πολλών δούλων, οι οποίοι εργάζονται εις το εργοστάσιον» (σ. 11).

Καθ’ οδόν, οι τρεις μοναχοί αξιοποιούν κάθε ευκαιρία για εισπράξεις, προτού εφοδιαστούν με επίσημη σχετική άδεια: στο Μπιέλγκοροντ, «διετρίψαμεν υπέρ τον μήνα έχοντες τα λείψανα των αγίων, τα οποία εφέρομεν μεθ’ ημών εντός του ναού της Μονής των καλογραιών. [...] Ενεκα δε της περιποιήσεως ταύτης των καλογραιών μάς εσεβάσθη και ο λαός και ικανώς εβοήθησε την Μονήν μας»· στην Καρότσια, πάλι, «ήτο πανήγυρις και ωφελήθημεν» (σ. 9).

Από τη Μόσχα θα συνεχίσουν με τρένο για την Πετρούπολη, όπου στις 11/7 η Ιερά Σύνοδος αντικαθιστά το κοινό διαβατήριό τους με τρία εσωτερικά, ετήσια κι ανανεώσιμα, και παραδίδει στον επικεφαλής «βίβλον συλλογής διά να καταγράφωσιν οι αφιερωταί τας προσφοράς των» (σ. 21). Τα καταγραφόμενα ελέη έπρεπε να παραδίδονται στην κατά τόπους εκκλησιαστική αρχή (духовна констистория, «κανσιστόρια»), που τα διαβίβαζε στη Σύνοδο κι αυτή με τη σειρά της στη δικαιούχο μονή (σ. 59). Ο Μελέτιος παραδέχεται, πάντως, κάποια στιγμή ότι παρέκαμψε αυτή τη γραφειοκρατική τάξη προς ίδιον όφελος, επικαλούμενος τα τοπικά έθιμα: στο Ισίμ, γράφει, η οικοδέσποινά του Ανα Γιακόβλεβνα «συνέδραμε ιδιαιτέρως μεν διά την Μονήν, χωριστά δε και εμέ ως ταξειδιώτην. Η διάκρισις αύτη της συνδρομής είναι συνήθης παρά τοις Ρώσσοις» (σ. 36).

Το καλοκαίρι του 1862 θα το περάσουν στη ρωσική πρωτεύουσα, με έκθεση λειψάνων στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ. «Εστεκόμην με τα άγια λείψανα επί ένα ολόκληρον μήνα συνάζων ελέη εκ των προσερχομένων και ασπαζομένων αυτά. Ητο δε τότε ο ναός ανοιχτός δι’ όλης της ημέρας διότι προσήρχοντο πολλοί άνθρωποι χάριν ευλαβείας ή και χάριν περιεργείας ως νεωστί εγκαινιασθέντα και νεόδμητον» (σ. 25).

Περιγράφοντας τη θρησκευτικότητα των κατοίκων, ο Μελέτιος διακρίνει μεταξύ τύπου και ουσίας, αλλά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της: «Εν γένει, ο λαός της Ρωσσίας είναι φιλόθρησκος, τρέχει εις τους ναούς εξεγειρόμενος διά ισχυροτάτων κωδωνισμών και προσεύχεται γονυπετών μετά των ιερέων κατά πάσαν πρωίαν, μεσημβρίαν και εσπέραν, κυρίως δε ο λαός της δευτέρας, τρίτης και τελευταίας τάξεως. Δεικνύουσι προς τούτοις οι Ρώσσοι την προς τα θρησκευτικά ευλάβειάν των ιδρύοντες και υποστηρίζοντες πολλά μοναστήρια και διατηρούντες εις όλα τα δωμάτια της οικίας πολυτελή εικονοστάσια, με αργυροχρυσοστολίστους εικόνας»· «όμως η αληθής θρησκεία δεν φαίνεται να έχη βαθείας ρίζας εις τον τόπον» (σ. 11-2).

Από τη Μόσχα στο Ιρκούτσκ

Από τα μέσα Αυγούστου ώς το επόμενο καλοκαίρι η αποστολή θα διασχίσει τη Σιβηρία, από τα Ουράλια μέχρι το Ιρκούτσκ, «ελπίζοντες πολλάς ωφελείας» αλλά με πενιχρά αποτελέσματα (σ. 26-7).

Η αποτυχία οφειλόταν εν μέρει στον έντονο ανταγωνισμό, από ντόπιους και ξένους συναδέλφους. Στο Καζάν, λ.χ., οι καλόγεροι της μονής Ιβανόφσκι «ουχί μόνον δεν μας περιποιήθησαν, αλλά και μας υπεξήρουν τινά εκ των προσφερομένων ημίν ελεών των χριστιανών» (σ. 27). Στο Περμ, πάλι, έπεσαν πάνω σ’ έναν άλλον αγιορείτη ταξιδιώτη, από τη σερβική Μονή Χιλανδαρίου, και ο επιχώριος μητροπολίτης τούς εξαπέστειλε με το σκεπτικό «ότι δεν πρέπει δύο ταξειδιώται εκ του αυτού μέρους καταγόμενοι να περιερχώμεθα συγχρόνως εις την αυτήν πόλιν χάριν του αυτού σκοπού· διότι οι Ρώσσοι γνωρίζουν μεν το Αγιον Ορος αλλά δεν διακρίνουν τα ιδιαίτερα μοναστήρια» (σ. 28-9). Προβλήματα προέκυπταν κι από εθνολογικού τύπου παρεξηγήσεις: στο Καμσλόφ «ο αγωγιάτης, ευήθης ων και νομίζων ότι Τάταροι και Ελληνες είναι το αυτό πράγμα, έλεγεν εις τους οικοδεσπότας ότι είμεθα Τάταροι», με αποτέλεσμα να δυσκολευτούν να βρουν κατάλυμα (σ. 28).

Υπήρξαν φυσικά και φιλόξενες εξαιρέσεις, όπως ο οικοδεσπότης τους στο Τσιστόπολ, άνθρωπος «πλούσιος και αγαθός» που «εσκόπευε να οικοδομήση μοναστήριον γυναικείον πλησίον της πόλεως ιδίαις δαπάναις και επί τούτω έτρεφε 15 παρθένους προετοιμάζων αυτάς διά τον μοναχικόν βίον» (σ. 28). Συνήθως τους αντιμετώπιζαν όμως σαν εξωτικό φαινόμενο: «ο λαός παντού προσήρχετο και ησπάζετο τα άγια λείψανα μετά περιεργείας, διότι ουδέποτε αφότου έλαβε παρ’ ημών την θρησκείαν δεν έτυχε να ιδή λείψανα αγίου» (σ. 33). Η έκπληξη ήταν, άλλωστε, αμφίδρομη: «εις την πόλιν ταύτην», διαπιστώνει ο Μελέτιος στο Τιούμεν, «ως και εις όλην εν γένει την Σιβηρίαν, επικρατεί άκρα παραλυσία ηθών» (σ. 31). Με τον καιρό, εξηγεί παρακάτω, ο ίδιος συνήθισε πάντως «να μην ξενίζεται πλέον» στη θέα ζευγαριών που έκαναν έρωτα σε κοινή θέα, π.χ. «εις καταστρώματα πλοίων» ή «παρά τους κοινούς περιπάτους και μάλιστα εις χωρία» (σ. 54).

Πνεύμα ανήσυχο και διερευνητικό, ο αφηγητής αξιοποίησε το ταξίδι για να πολλαπλασιάσει τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Κάποιες παρατηρήσεις του φαντάζουν ιδιαίτερα μοντέρνες σε σχέση με την εποχή του: στα περίχωρα της Βαϊκάλης διαπιστώνει, λ.χ., ότι τα παιδιά από τους μικτούς γάμους Ρώσων και εκχριστιανισμένων «ειδωλολατρών» (όπως οι «Μογγόλοι, Βοργιάται και Σαμογέται»), «συνδυάζοντα το λευκόν και μέλαν χρώμα των γονέων γίνονται πολύ ωραιότερα των εκ γνησίων ρώσων και άλλων Καυκασίων καταγομένων» (σ. 40). Από την παραμεθόρια πόλη Κιάχτα θα περάσει πάλι «χάριν περιεργείας» στην Κίνα, επισκεπτόμενος «κατ’ επανάληψιν» έναν κινέζικο «ειδωλολατρικό» (διάβαζε: βουδιστικό) ναό και διεισδύοντας –παρά τη σχετική απαγόρευση– στο ιερό του, «καθ’ ην ώραν εκοιμάτο ο φύλαξ» (σ. 42).

Η περιέργεια του κοινού δεν αρκούσε ωστόσο για την επιτυχία της ζητείας. Στο Εκατερίνμπουργκ, θυμάται ο Μελέτιος, «δεν ωφελήθημεν όσον έπρεπε, ένεκα της απειρίας ην είχομεν περί τα Ρωσσικά έθιμα και την γλώσσαν»· η πόλη ήταν κέντρο επεξεργασίας πολύτιμων λίθων και, «εάν ο διερμηνεύς μας ήτον άξιος άνθρωπος ηδυνάμεθα να αποκτήσωμεν πολλά τοιαύτα πολύτιμα πράγματα, αλλά δυστυχώς ολίγον διέφερε των αλόγων ζώων, διό και τον απεπέμψαμεν» (σ. 29-30). Στο Ομσκ, πάλι, «οι κάτοικοι εδείχθησαν φιλόξενοι προς ημάς αλλ’ ένεκα της γλώσσης ολίγα ωφελήθημεν» (σ. 38). Τα ίδια και στο Κρασνογιάρσκ: «ο αρχιμανδρίτης, όστις έπρεπε να ψάλλη τας παρακλήσεις, δεν εγνώριζε ρωσσικά, οι δε ρώσσοι δεν ηννόουν την ελληνικήν γλώσσαν, και ούτως η περιήγησις μικράς ωφελείας μας παρείχε» (σ. 39).

Η φτώχεια θα φέρει γκρίνια και, τελικά, διάσπαση. Τον Ιούλιο του 1863 ο καθηγούμενος εγκατέλειψε το Ιρκούτσκ για τη Μόσχα παίρνοντας μαζί του τις εισπράξεις, την άδεια της Ιεράς Συνόδου και τον ένα σταυρό, ακολουθούμενος κατά πόδας από τον τρίτο μοναχό κι αφήνοντας πίσω τον Μελέτιο με τον δεύτερο σταυρό και τα λείψανα. Ως αιτίες της ρήξης, ο τελευταίος σκιαγραφεί τον ηγεμονισμό του προϊσταμένου του, τη δική του ενόχληση επειδή από τους Ρώσους «εθεωρείτο ως μισθωτός» του Συμεών αλλά και τη μεταξύ τους διαφωνία όταν ο καθηγούμενος «δεν ηθέλησε να αλλάξη συμπεριφοράν αρμόζουσαν εις τον τόπον» (σ. 48-50).

Κάν’ το όπως οι Ρώσοι

Μόνος πλέον στο Ιρκούτσκ, ο Μελέτιος αποφασίζει έτσι ν’ αλλάξει δραστικά τρόπο εργασίας, εγκαταλείποντας τον ελληνότροπο εξωτισμό και διεισδύοντας στην τοπική κοινωνία, αποδεχόμενος και αξιοποιώντας τις δικές της αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες:

«Ηρχισα να σχετίζωμαι στενώτερον μετά κληρικών ή μη κληρικών κυρίων και κυριών, οίτινες δεν εβράδυνον να με προσκαλέσουν εις τας οικίας και εις τας τράπεζάς των· εσχετίσθην προ πάντων μετά τινος κυρίας, ήτις παρ’ όλων σχεδόν εθεωρείτο ως αγιασμένη, και την οποίαν και εγώ εβιάσθην εκών άκων να ομολογώ ως τοιαύτην. Τοιούτοι άγιοι υπάρχουν πολλοί εις την Ρωσσίαν και άνδρες και γυναίκες, οίτινες πλανώνται και πλανώσι τον λαόν· τοσαύτη δε είναι η πεποίθησις του λαού και πολλών ευγενών περί της αγιοσύνης των ανθρώπων τούτων, ώστε ουδείς τολμά να πολεμήση την γνώμην ταύτην· και φρονούν εν γένει ότι οι άγιοι ούτοι έχουν προφητικόν χάρισμα, εξ ου και προορατικοί (προσορλίβες) λέγονται. Οι άγιοι ούτοι υποκρίνονται ενίοτε και τον διά χριστόν σαλόν· τούτο δε μάλιστα όταν μελετούν να κάμουν καμμίαν σπουδαίαν κατάχρησιν. Ονομάζονται δε μακάριοι και μακαρίαι (βλαζένιοι) ενώ τα έργα των είναι μυσαρά· και τοιαύτα μεν έργα των μακαρίων γυναικών μόνον εξ ακοής έχω, αλλά των μακαρίων ανδρών και ήκουσα και είδον τοιαύτα και τοσαύτα, ώστε αισχύνομαι να τα γράψω· μ’ όλον ότι δε αι σχέσεις μου μετά τοιούτων μακαρίων πολύ ωφέλησαν εις τον σκοπόν του ταξειδίου μου (διότι ούτοι εκήρυττον ότι εξ αποκαλύψεως εγνώριζον ότι το μοναστήριόν μου ήτο πτωχόν και άξιον βοηθείας), εγώ όμως δεν ηδυνήθην να γείνω συνάδελφός των μακάριος. Σχετισθείς λοιπόν μετά της προρρηθείσης μακαρίας εσυσταινόμην παρ’ αυτής εις οικίας πλουσίων, ως άνθρωπος καλός και ενάρετος και άξιος βοηθείας, και ως ανήκων εις μοναστήριον ετοιμόρροπον και χρήζον υποστηρίξεως. Ελεγε δε ότι γνωρίζει τούτο εξ αποκαλύψεως, αν και το είχεν ακούσει από εμέ μόνον· ένεκα δε της συστάσεως ταύτης πάντες σχεδόν οι κάτοικοι με προσεκάλουν εις τας οικίας των και έψαλλον εκ δευτέρου αγιασμούς και μοι προσέφερον πολλαπλάσια ή είχον δώσει το πρώτον εις τον αρχιμανδρίτην» (σ. 44-5).

Η πρώτη επαφή έφερε νομοτελειακά τις επόμενες, δείχνοντας τον δρόμο για τα περαιτέρω: «Εσυστήθην προσέτι υπό της μακαρίας και εις δύο αξιολόγους νέας χήρας την Ευλαμπίαν και την Ναταλίαν, νύμφην και ανδραδέλφην. Αύται το μεν πρώτον, ότε μετέβημεν εκεί μετά του αρχιμανδρίτου δεν μας εδέχθησαν, αλλά μετά τας συστάσεις της μακαρίας με προσεκάλεσαν εις γεύμα, το οποίον εγένετο εις μνήμην των συζύγων των. Εκτός δε του γεύματος με συνέδραμεν εκάστη ανά εκατόν ρούβλια. Ακούσασα δε τα κατ’ εμέ η πενθερά της Ναταλίας με προσεκάλεσε και αυτή εις γεύμα προσθέσασα και συνδρομήν εκατόν ρουβλίων, ενώ εις τον αρχιμανδρίτην είχε δώσει προηγουμένως μόνον 15. Ωφελήθην, ως βλέπετε, εξ αυτής της συστάσεως και θα προσπαθώ του λοιπού, όπου της Ρωσσίας μεταβαίνω, να ευρίσκω τοιούτους μακαρίους και τοιαύτας μακαρίας, οίτινες παρέχουν εις τους ταξειδιώτας τας μεγαλητέρας ωφελείας κατ’ εξοχήν διά των γυναικών, την συνείδησιν των οποίων αυτοί διευθύνουν» (σ. 45-6).

Το ρούβλι της χήρας

Δίχως συστατικό έγγραφο της Συνόδου, ο Μελέτιος θα περιοδεύσει την επόμενη τριετία σ’ όλη τη Σιβηρία, αποσπώντας σχετικές άδειες των εκεί διοικητών. Εκτός από ψευδαγίους «μακαρίους», στο έργο αυτό θα τον συντρέξουν δύο κυρίως κατηγορίες γυναικών: ευσεβείς πλούσιες χήρες, από τη μια, και δυναμικές νεαρές χωρικές με αγάπη για την περιπέτεια, από την άλλη.

Ηδη πριν από τη διάσπαση της ομάδας, ευκατάστατες χήρες έδειχναν ιδιαίτερη διαθεσιμότητα να βοηθήσουν. Στο Τομπόλσκ, λ.χ., «το εσπέρας των Χριστουγέννων μάς προσεκάλεσε εις την οικίαν της μία γυνή χήρα και πλουσία και μας προσέφερεν τέιον και γεύμα» (σ. 34)· στο Ιρπίτ, πάλι, κατέλυσαν «εις την οικίαν της χήρας Αλεξάνδρας Ζαχάροβνας Ζιάζινας, ήτις λίαν φιλοφρόνως μας εφιλοξένησεν επί ένα ολόκληρον μήνα· μας έδωκεν δε και ικανήν χρηματικήν συνδρομήν και έν δισκοπότηρον αργυρόχρυσον μετά των συναπαρτιζόντων αυτό» (σ. 37). Οταν ο ίδιος έφτασε στο Γενισέισκ, οι ντόπιοι ιερείς τον αντιμετώπισαν με «πολλήν ψυχρότητα», καθηλώνοντας τις εισπράξεις του. Τον έσωσε όμως «γυνή τις χήρα», που κήρυξε πως είδε στον ύπνο της τους αγίους, τα λείψανα των οποίων μετέφερε ο Μελέτιος. Μόλις διαδόθηκε η «οπτασία» της, «πάντες με προσεκάλουν διά να ψάλλω αγιασμούς εις τας οικίας των. Βλέποντες δε οι ιερείς την ευλάβειαν ταύτην του λαού, ηναγκάσθησαν και αυτοί να με σεβασθώσι και να με προσκαλέσωσι» (σ. 50-2).

Ακόμη γλαφυρότερος είναι για την εμπειρία του στην κωμόπολη Μινουσίνσκ: «Εφιλοξενήθην εις την οικίαν της αξιολόγου κυρίας Αννας Αλεξιέβνας Ιλιηνά, χήρας εχούσης δύο θυγατέρας την Μαρίαν και Αντωνίναν. Η κυρία αύτη είχε πλουτίσει μετά τον θάνατον του ανδρός της διατηρήσασα το μεταλλείον και το εμπόριον αυτού. [...] Εσυνήθιζε δε, ενώ εγώ έτρωγον να με υπηρετή αυτή η ιδία εξ ευλαβείας, αν και είχε τρεις υπηρετρίας διά τον εαυτόν της· μοι προσέφερε δε διά την Μονήν 500 ρούβλια και άλλα δώρα αργυρόχρυσα· δι’ εμέ δε εριούχον, γούνας, ταμβακοθήκας και τα τοιαύτα· εκοπίασα όμως και εγώ όχι ολίγον, υπόχρεως ων καθ’ εκάστην εσπέραν να διηγούμαι εις αυτήν μέχρι του μεσονυκτίου περί του Αγίου Ορους και περί σωτηρίας ψυχής· και ενώ εγώ διηγούμην, αυτή συνήθως έκλαιε· με προέπεμπε δε δακρυρροούσα μετά το μεσονύκτιον μέχρι του δωματίου μου» (σ. 52-3). Κατά την αναχώρησή του, η οικοδέσποινα τον «προέπεμψε με ωραίαν άμαξαν συρομένην υπό έξ ίππων εις απόστασιν δύο σταθμών» (σ. 54).

Μάρθα και Στεφανίδα

Το βαρύ πυροβολικό των περιοδειών του θα αποτελέσουν, όμως, οι «ιερές κοπέλες» (святые девици, «παρθένες» ή «ντεβίτσες» στο κείμενο): ανύπαντρες νεαρές ακόλουθές του, που εγκατέλειπαν τα σπίτια τους για να συνδράμουν το έργο του. Από ιστορικές μελέτες για τα θρησκευτικά φαινόμενα της ύστερης τσαρικής περιόδου γνωρίζουμε ότι παρόμοιες δραστηριότητες λειτουργούσαν ως αρκετά μαζικός δίαυλος (προσωρινής ή μονιμότερης) διαφυγής νεαρών γυναικών από το καταπιεστικό περιβάλλον και τους στενούς ορίζοντες του χωριού τους. Η αφήγηση του Μελετίου έρχεται να συμπληρώσει αυτή τη γνώση με μια εξονυχιστική ματιά εκ των ένδον.

Οι πρώτες δύο κοπέλες, η Στεφανίδα και η Μάρθα, στρατολογήθηκαν στο χωριό Ουνί της Βιάτκα, στις 8/2/1864 (σ. 64). Αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες, ο Μελέτιος διευκρινίζει μόνο πως υποσχέθηκε στις οικογένειές τους να τις επαναφέρει ύστερα από έναν χρόνο, όπως κι έκανε (σ. 79)· στο μεσοδιάστημα, οι ακόλουθές του έφτασαν τις δεκάξι (σ. 80). Στην επιτυχία του συνέβαλε επίσης η συμβουλή του πρωτόπαπα στο Γκλάζοφ να προβάλλει ως κράχτη μια αγιορείτικη εικόνα της Θεοτόκου, επειδή «εις τας χώρας ταύτας οι κάτοικοι δεν γνωρίζουν τα άγια λείψανα, και ολίγον πιστεύουν εις αυτά, έχουν δε μάλλον τας ελπίδας των εις την Παναγίαν» (σ. 62).

Για έναν ολόκληρο χρόνο ο Μελέτιος και η συνοδεία του περιοδεύουν έτσι στην ενδοχώρα της Βιάτκα (νυν επαρχία Κίροφ), με βάση ένα συγκεκριμένο μοντέλο (σ. 64-5):

 Σε κάθε χωριό «είχον προπορευθή αι δύο παρθένοι διά να προπαρασκευάσουν μετά των ιερέων τα της υποδοχής της Παναγίας». Μεταξύ άλλων, φρόντιζαν να πατάξουν προληπτικά τις όποιες αντιδράσεις – εκ μέρους κυρίως των ντόπιων κληρικών, που έβλεπαν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται από τον ξενόφερτο ανταγωνισμό. Στην Καλαπόβα, π.χ., οι ιερείς αρνήθηκαν να τους δεχτούν «λέγοντες ότι είχον και αυτοί σταυρούς και Παναγίας»· οι κοπέλες βρήκαν όμως έναν κοινοτικό άρχοντα, συγγενή της μιας, που διέταξε να τους δοθούν τα κλειδιά του ναού (σ. 70).

 Ακολουθούσε η πανηγυρική αναχώρηση της εικόνας από το προηγούμενο χωριό: «Ο λαός, οι ιερείς και οι ψάλται συνήρχοντο εις την εκκλησίαν προσκαλούμενοι διά του κώδωνος» και τη συνόδευαν με σημαίες, εξαπτέρυγα και κωδωνοκρουσίες «μέχρις ωρισμένου τινός σημείου, όθεν οι μεν προπομποί ελάμβανον την εικόνα της Παναγίας και εβάδιζαν πεζοί μέχρι του γειτονικού χωρίου (ήσαν δε τοιούτοι τριάκοντα μέχρι πεντήκοντα άνδρες και γυναίκες, ανά δύο κατά σειράν και εναλλάξ φέροντες την εικόνα) ο δε λαός επέστρεφεν εις τα ίδια». Ο Μελέτιος προηγούνταν «εφ’ αμάξης», για να επιστατήσει στην υποδοχή.

 Μετά την τοποθέτηση της εικόνας στην εκκλησία του χωριού ψάλλονταν δύο παρακλήσεις. Η πρώτη, «υπέρ της υγείας και μακροβιότητος της Α.Μ. του αυτοκράτορος και υπέρ της συντηρήσεως της Ρωσσικής ορθοδόξου αυτοκρατορίας», δωρεάν. Για τη δεύτερη, «υπέρ των πτωχών», «εκάστη οικογένεια επλήρωνε 12 καπίκια».

 Ακολουθούσαν αγιασμοί στα σπίτια, «αντί τριών ρουβλίων» τουλάχιστον. Η διατίμηση είχε συνειδητά ταξικό χαρακτήρα, «διά να μη δύνανται να με προσκαλούν πάντες εις τας οικίας και επέρχεται βραδύτης εις την εκτέλεσιν των άλλων έργων μας». Στο μεσοδιάστημα, ο μεν Μελέτιος έκανε «ευχάς επί των ασθενών» και παραλάμβανε τα τιμαλφέστερα αφιερώματα, «οι δε δεβίτσαι επώλουν κηρία και αγγελίας, εσύναζον συνδρομάς με τον δίσκον, εμοίραζον αγιασμόν, έλαιον, βαμβάκιον και θυμίαμα εκ των αγίων λειψάνων, διηγούντο εις τον λαόν τα θαύματα της Παναγίας και των αγίων λειψάνων και ελάλουν περί ψυχικής σωτηρίας και ελεημοσύνης· εσύναζον δε και τα μικρά αφιερώματα των γυναικών· τοιουτοτρόπως εσυνάζοντο εντός του ημερονυκτίου περί τα 200 ρούβλια».

 Τα βράδια, ο Μελέτιος διανυκτέρευε στο σπίτι του ιερέα, «αι δε παρθένοι μετά των υπηρετριών».

 Η επίσκεψη ολοκληρωνόταν με εξίσου πανηγυρική αναχώρηση: «Μας προέπεμπον δε οτέ μεν με τέσσαρας αμάξας, οτέ δε με τρεις, και ουδέποτε με ολιγωτέρας των δύο· διότι μία ήτο αναγκαία διά τας δεβίτσας και τα αφιερώματα, και ετέρα δι’ εμέ και τον προπέμποντά με ιερέα».

Δεν έλειψαν, φυσικά, τα θαύματα. Στο πρώτο, μια γυναίκα «ήτις εθεωρείτο εις τον τόπον ως έχουσα δαιμόνιον εν αυτή» ήρθε στα συγκαλά της «μετά το διάβασμα» (σ. 74). Την πομπή ακολουθούν έτσι «άνδρες και γυναίκες ασθενείς», σε αναζήτηση σωτηρίας· για να μην κατηγορηθεί για μαγεία, ο αφηγητής φροντίζει πάντως –μιμούμενος τον Ιησού– να αποδώσει «πολλάς θεραπείας ασθενών» στην ίδια τους την πίστη (σ. 76). Μια χωρική τον κατήγγειλε σαν αντίχριστο, «αλλά την επιούσαν διεδόθη ότι αυτή ησθένησε και έπαθε». Ο Μελέτιος κρατά, πάντως, κι εδώ τις δέουσες αποστάσεις: «Και ταύτα μεν έλεγον αι γυναίκες, εγώ δε εξηκολούθουν το έργον μου αφίνων την λύσιν των τοιούτων υποθέσεων εις τας ντεβίτσας» (σ. 78).

Διαφορετικής τάξης σχέση θα αναπτύξει με μιαν άλλη κοπέλα, τη «φρονιμωτάτη» Ολυμπιάδα από το Γιαράσνκ. Οι εύποροι γονείς της τού την «αφιέρωσαν», με την εντολή «καθ’ όλον τον βίον της ν’ αποστέλλη τους καρπούς των εργασιών της προς το Αγιον Ορος εις εμέ» (σ. 72).

Θαυματουργό εμπόριο

Ο Μελέτιος επέστρεψε στον Αθω στις 15/10/1866, ύστερα από ένα οκτάμηνο υπηρεσίας ως εφημέριος στο ελληνικό μοναστήρι της Μόσχας, κάμποσα ταξίδια στην ευρωπαϊκή Ρωσία «χάριν διασκεδάσεως και περιεργείας» κι έναν μήνα προσοδοφόρας έκθεσης των λειψάνων του στην Οδησσό, αξιοποιώντας μια επιδημία χολέρας (σ. 82-90). Παρέδωσε «τα συναχθέντα πράγματα και χρήματα» στον καθηγούμενο, αυτός όμως τον απέτρεψε να ενημερώσει επ’ αυτού τους υπόλοιπους μοναχούς του κοινοβίου, «διότι ηδύναντο να γίνουν απαιτήσεις εις δαπάνας περιττάς» (σ. 91). Με τα χρήματα αυτά –ή μέρος τους– ξαναχτίστηκε το 1867 εκ βάθρων το καθολικό της μονής.

Ο Μελέτιος γύρισε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1867, ως ανεπίσημος συνοδός μιας νέας ζητείας. Γρήγορα τα ’σπασε όμως κι εδώ με τον επίσημο απεσταλμένο (και μελλοντικό καθηγούμενο) Ανανία, που δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για την ευφυΐα του, και το 1868 ξανάκανε σόλο καριέρα: «επεσκέφθην τας γνωστάς μοι χώρας τας παρά τον Αρχάγγελον, Λευκήν Θάλασσαν και την Βιάτκαν· εκεί δε, μη φέρων ούτε λείψανα ούτε συστατικόν γράμμα, ηδυνήθην να εισπράξω ποσόν τι χρηματικόν και να κάμω αργυρόχρυσα τα δύο υποκάμισα της Παναγίας της Αντιφωνητρίας και του μεγάλου Αγίου Στεφάνου, καθώς και την αρχιερατικήν πατερίτσαν» (σ. 97).

Η τελική πράξη παίχτηκε το καλοκαίρι του 1869, όταν συνόδευσε τον Ανανία στην επαρχία Ριαζάν, νοτιοανατολικά της Μόσχας: «Επειδή είχον υπό ευθύνην μου τα άγια λείψανα της Μονής», γράφει, «και εφοβούμην μη τυχόν κλαπώσιν διά την απλότητα του συναδέλφου μου, ηναγκαζόμην να μη απομακρύνωμαι εξ αυτού. Αλλά διά να μη μένω αργός μετήλθον τον έμπορον εκκλησιαστικών αντικειμένων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών. Ηγόραζον δηλ. εκ Μόσχας και Τρόιτσας βιβλιάρια, κομβολόγια, σταυρούς, έλαια και άλλα τοιαύτα και επώλουν αυτά (τινά δε και εχάριζον) εις τους χριστιανούς και εκέρδιζον 90 τοις εκατόν, διότι οι άνθρωποι ηγόραζαν αυτά ουχί κατά την αξία των, αλλ’ ως αγιοριτικά, χάριν ευλαβείας. Τα βιβλιάρια, άπερ επώλουν, είναι εκδιδόμενα υπό των εν Αγίω Ορει ρώσσων μοναχών και περιέχουν τα εν τη ρωσσική μονή του αγίου Παντελεήμονος γενόμενα θαύματα. Τη αληθεία έν από τα θαύματα ήτο και ο ενθουσιασμός μεθ’ ου ο κόσμος τα ηγόραζε και τα επλήρωνε άνευ φειδούς» (σ. 98-99).

Ενας ιδιότυπος διαφωτιστής;

Επιστρέφοντας στο Αγιο Ορος τον Αύγουστο του 1869, ο Μελέτιος παρέδωσε 12.345 ρούβλια «και πράγματα ουκ ευκαταφρόνητα», όπως διαβάζουμε στη σχετική απόδειξη. Μαζί με την εγγραφή του στα δίπτυχα ως «ευεργέτη και κτήτορα», διασφάλισε ως ανταμοιβή ισόβια περίθαλψη και το δικαίωμα να ζήσει «όπως βούλεται, είτε εντός της Μονής είτε έξωθεν, εκεί όπου θέλει», παρόλο που η Κωνσταμονίτου ήταν κοινόβιο. Για τελευταία φορά μνημονεύεται εν ζωή στα ψηφιοποιημένα αρχεία του Ορους στις 9/1/1881 (εγγρ. 21/02-02/00811/408), φέρεται δε να πέθανε την ίδια χρονιά (Χιονίδης 1861, σ. 40).

Τη σημαντικότερη ευεργεσία δεν την έκανε όμως στον Αθω αλλά στη γενέτειρά του, με την ανέγερση το 1874 του διώροφου πρώτου σχολείου θηλέων της Βέροιας (Μελέτειο Παρθεναγωγείο). Να υποθέσουμε πως υπήρξε κατά βάθος ένας ανομολόγητος οπαδός του διαφωτισμού κι εχθρός των ίδιων εκείνων δεισιδαιμονιών που τόσο έντεχνα εκμεταλλεύτηκε στη Ρωσία για να πλουτίσει; Κάποιες διάσπαρτες παρατηρήσεις στο βιβλίο του, καταδικαστικές για την αδιαφορία του ρωσικού κράτους να μορφώσει τους υπηκόους του, δείχνουν να το επιβεβαιώνουν.

Ποιος ξέρει; Ακόμη και το βιβλιαράκι που φρόντισε να τυπωθεί στην Αθήνα, μακριά από κάθε προληπτική λογοκρισία, μπορεί στην πραγματικότητα να μην ήταν παρά μια συνειδητή απόπειρα να συμβάλει στην απομάγευση όλου εκείνου του προνεωτερικού κόσμου, μέσα στον οποίο σταδιοδρόμησε εγκλωβισμένος από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια.


Το ερευνητικό πρόγραμμα RICONTRANS. Visual Culture, Piety and Propaganda: Transfer and Reception of Russian Religious Art in the Balkans and the Eastern Mediterranean διεξάγεται από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (ΙΜΣ-ΙΤΕ) με επικεφαλής την ιστορικό τέχνης Γιουλιάνα Μπόιτσεβα και χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας, στο πλαίσιο του προγράμματος έρευνας και καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ορίζων 2020» (συμφωνία επιχορήγησης αριθ. 818791).


 Περιήγησις Μελετίου Κωνσταμονίτου εις Ρωσσίαν από του έτους 1862-1869 (Εν Αθήναις 1882, Τυπογραφείον Αδελφών Περρή). Η γλαφυρή και κυνική αυτοβιογραφική αφήγηση του Μελετίου για όσα είδε και έκανε ως «ταξειδιώτης» στη ρωσική ενδοχώρα.

 Αναστάσιος Χριστοδούλου, Ιστορία της Βέροιας (χ.τ.έ, 1960). Βιογραφικά στοιχεία για τον Μελέτιο, όχι πάντα ακριβή, βάσει πληροφοριών του κοντινότερου επιζώντος συγγενή του. Ασφαλέστερες οι πληροφορίες για το Παρθεναγωγείο που έχτισε και τις σχολικές τελετές που πραγματοποιούνταν εκεί κάθε χρόνο στη μνήμη του.

 Γεώργιος Χιονίδης, Σύντομος ιστορία του χριστιανισμού στην περιοχή της Βέροιας (Βέροια 1961). Συνοπτική αναφορά στον Μελέτιο, συμπεριλαμβανομένης της χρονολογίας του θανάτου του.

 Γεράσιμος Σμυρνάκης, Το Αγιον Ορος (Εν Αθήναις 1903, Τυπογραφείον καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου). Η πρώτη συγκροτημένη ιστορία των μοναστηριών του Αθω από ένα στέλεχος της Μονής Εσφιγμένου.

 Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο» (περ. Ιόνιος Λόγος, 1 [2007], σ.2.477-93). Εμπεριστατωμένη ανάλυση του επίμαχου εκκλησιαστικού θεσμού εντός και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Ευσεβείς χήρες και ιερές παρθένες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας