Η «αριστεία» είναι, ως γνωστόν, μια έννοια άκρως αμφιλεγόμενη. Η πρωτότυπη, άλλωστε, ευρωπαϊκή εκδοχή του όρου (excellency, excellence) αποδίδεται ορθότερα ως «εξοχότης»· ιδιότητα, όπως μας θυμίζουν τα λεξικά, αξεδιάλυτα δεμένη με την ύπαρξη και κυριαρχία ενός αριστοκρατικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης.
Το θυμηθήκαμε ακόμη μία φορά, διαβάζοντας ένα πρόσφατο άρθρο του Στάθη Καλύβα στην «Καθημερινή» («Αντιεμβολιαστικός αντισυστημισμός», 28/11/2021). Ο γνωστός καθηγητής διαπιστώνει εκεί με έκπληξη ότι το διεθνές κίνημα ενάντια στο «κοινωνικό πείραμα» του εμβολιασμού για τον Covid-19 δεν αποτελεί τη μόνη έκφραση «λαϊκίστικης» κινητοποίησης της περασμένης χρονιάς: «Αντίστοιχες αντιδράσεις παρατηρούμε σε σχέση και με άλλα θεωρητικά ανώδυνα θέματα, όπως η απογραφή. Πραγματικά, δεν έχω υπόψη μου να σημειώνονται αντιδράσεις εναντίον απογραφών στο παρελθόν».
Η τελευταία αυτή παραδοχή ισοδυναμεί με πραγματική αποκάλυψη. Η θετική ή αρνητική αποτίμηση της συγκέντρωσης όσο γίνεται λεπτομερέστερων στατιστικών στοιχείων για τους πολίτες από το κράτος εξαρτάται, βέβαια, άμεσα από την εικόνα που έχει καθένας γι’ αυτό το τελευταίο και την εμπιστοσύνη που τρέφει στις προθέσεις των κυβερνώντων. Ο χαρακτηρισμός κάποιου μέτρου ως «ανώδυνου» είναι επίσης ζήτημα προσωπικής εκτίμησης – και ο κ. Καλύβας δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος να συμμεριστεί τις ενστάσεις φιλελεύθερων συγκατοίκων του στην «Καθημερινή», όπως ο Πάσχος Μανδραβέλης που λίγο νωρίτερα διαπίστωνε ότι «πολλές ερωτήσεις της απογραφής ξεπερνούν τα όρια της στατιστικής έρευνας και εισχωρούν στα χωράφια των προσωπικών δεδομένων» (18/11/2021).
Οποιος έχει όμως ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το ιστορικό παρόμοιων κινημάτων στη μεταπολεμική Ευρώπη, πόσο μάλλον όποιος εμφανίζεται σαν επαΐων αναλυτής τους, δεν είναι δυνατό ν’ αγνοεί πως η αντίσταση μιας μερίδας πολιτών στις απογραφές πληθυσμού ούτε πρωτόγνωρη είναι ούτε περιορίζεται στα καθ’ ημάς. Πόσο μάλλον, όταν τα σημαντικότερα τέτοια παραδείγματα προέρχονται από προηγμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως συνέβη με τις (νικηφόρες, τελικά) καμπάνιες του 1983-1987 στη Δυτική Γερμανία και του 1971 στην Ολλανδία. Οσο για τις μακροϊστορικές ρίζες της σχετικής καχυποψίας, αξίζει ν’ αναλογιστούμε ποιες ακριβώς διάχυτες αντιλήψεις των αρχαίων λαών της Εγγύς Ανατολής αντικατοπτρίζονται στον πασίγνωστο χριστιανικό μύθο, τον σχετικό με τη σφαγή όλων των καταγεγραμμένων νεογέννητων από τον Ηρώδη την επαύριο της μεγάλης απογραφής πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως ένας πολιτικός επιστήμονας επικεντρωμένος στην αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιπολιτεύσεων αγνοεί όλα τα παραπάνω, η προκλητική αναγόρευση αυτής της άγνοιας σε αποδεικτικό στοιχείο είναι εξαιρετικά εύγλωττη για την αξιοπιστία της σχετικής επιχειρηματολογίας. Ιδίως όταν προέρχεται από έναν πανεπιστημιακό εξ Εσπερίας που έχει διοριστεί θεσμικός «αξιολογητής» των εγχώριων ΑΕΙ (π.χ. του Παντείου) και, μέσω του Ιδρύματος Μποδοσάκη, φιλοδοξεί ν’ αλλάξει τα φώτα εν γένει της ελληνικής Ανώτατης Παιδείας.
Το γερμανικό προηγούμενο
Ας αφήσουμε όμως τον κ. Καλύβα στην άγνοιά του κι ας έρθουμε στην ουσία: το ιστορικό προηγούμενο μαζικών αντιστάσεων στη διενέργεια κάποιων απογραφών πληθυσμού, από πολίτες που θεώρησαν ότι το κράτος τους απαιτούσε να μάθει περισσότερα απ’ όσα δικαιούνταν να γνωρίζει.
Η δυτικογερμανική περίπτωση της δεκαετίας του 1980 αποτελεί, όπως είπαμε ήδη, τη σημαντικότερη και διεθνώς γνωστότερη νικηφόρα σχετική κινητοποίηση. Την πυροδότησε η ψήφιση απ’ όλα τα τότε συστημικά κόμματα (Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθερους, Σοσιαλδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές) ενός νέου απογραφικού νόμου (25/3/1982) με τον οποίο προβλεπόταν ρητά (α) η διασταύρωση των απογραφικών στοιχείων μ’ εκείνα των δημοτολογίων και άλλων δημόσιων υπηρεσιών, προκειμένου να εξακριβωθεί η εγκυρότητά τους, και (β) η αξιοποίηση «μεμονωμένων στοιχείων δίχως όνομα» από διάφορους φορείς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, «στον βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για τη διεκπεραίωση των εργασιών που τους έχουν ανατεθεί». Η απογραφή προβλεπόταν να ξεκινήσει στις 27/4/1983.
Παρά το επιστημονικό περίβλημά του, οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του εγχειρήματος δεν παρέλειψαν να διακηρύξουν δημόσια τους πραγματικούς στόχους του. «Η παγγερμανική απογραφή είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί το έννομο συμφέρον του κράτους για τον εντοπισμό των παράνομων ξένων και των οφειλετών του Δημοσίου», ξεκαθάρισε λ.χ. ο δεξιός βουλευτής Γκίντερ Μπεκστάιν· το βαυαρικό Κοινοβούλιο διευκρίνισε, πάλι, ότι θ’ αξιοποιούσε τα απογραφικά στοιχεία για να διορθώσει «ασφαλιστικές καταχρήσεις» σχετικές με τον τόπο που δήλωναν οι πολίτες ως κύρια κατοικία τους. Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που σε σχετική έρευνα της Süddeutsche Zeitung (28/3/83) το 53% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι φοβόταν πως τα στοιχεία της απογραφής μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος του. Για την ταξική μεροληψία του μέτρου, αποκαλυπτική ήταν από την άλλη η νομοθετική πρόβλεψη διακριτικής ευχέρειας των εργοδοτών να μη δηλώσουν πόσους ανθρώπους απασχόλησαν την προηγούμενη χρονιά, αποφεύγοντας τη διασταύρωση με το πόσες ασφαλιστικές εισφορές είχαν καταβάλει.
Σε μια κοινωνία που μόλις είχε αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται τις απειλητικές δυνατότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, το κίνημα κατά της απογραφής ξεκίνησε από κύκλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πήρε όμως ταχύτατα μαζικές διαστάσεις: εκτός από τους Πράσινους και την «Εναλλακτική Λίστα» του Δυτικού Βερολίνου το υιοθέτησαν επίσης μεγάλα συνδικάτα, όπως η IG-Metal και το GEW, τοπικές οργανώσεις των Σοσιαλδημοκρατών, σχεδόν σύμπασα η νεολαία των Φιλελευθέρων, ακόμη και νεαροί Χριστιανοδημοκράτες. Συγκροτήθηκαν έτσι σε όλη τη χώρα πάνω από 500 επιτροπές κατά της απογραφής, με διακηρυγμένο σκοπό να πείσουν τον πληθυσμό να μποϊκοτάρει τη διενέργειά της με κάθε πρόσφορο τρόπο: κλείνοντας την πόρτα στους απογραφείς, αποφεύγοντας να συμπληρώσουν και να ταχυδρομήσουν τα απογραφικά δελτία, ακόμη και συμπληρώνοντάς τα με εξόφθαλμες ανοησίες (από παντρεμένα οκτάχρονα παιδιά μέχρι δήλωση αντίθετου φύλου από το πραγματικό). Σχετικό προπαγανδιστικό υλικό συντάχθηκε επίσης από ομάδες μεταναστών στις οικείες γλώσσες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Πάνω από 1.000 πολίτες κατέφυγαν, τέλος, στη γερμανική Δικαιοσύνη, ζητώντας την ακύρωση του επίμαχου νόμου ως αντισυνταγματικού.
Το εύρος των αντιδράσεων οδήγησε έτσι σε μια πρώτη θεσμική νίκη. Στις 13/4/1983, δύο βδομάδες πριν από την έναρξη της απογραφής, το Συνταγματικό Δικαστήριο επέβαλε ως προσωρινό μέτρο την αναβολή της μέχρι την εκδίκαση επί της ουσίας. Ακολούθησε η κήρυξη του νόμου ως εν μέρει αντισυνταγματικού (15/12/1983), με το σκεπτικό πως η «αυτοδιάθεση στις πληροφορίες» συνιστά βασικό δικαίωμα των πολιτών· απόφαση καθοριστική για τη δρομολόγηση της μετέπειτα γερμανικής (κι ευρωπαϊκής) νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Ενας παράγοντας που επέδρασε στη μαζικότητα και την επιτυχία της κινητοποίησης ήταν η προηγούμενη εμπειρία των ναζιστικών απογραφών πληθυσμού του 1933 (στην Πρωσία) και του 1939 (σε όλο το Γ' Ράιχ). Η λεπτομερής χαρτογράφηση της «φυλετικής» καταγωγής των κατοίκων, με τη βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας που παρείχαν στους ναζί οι πρώιμοι υπολογιστές («διατρητικές μηχανές») της υπερατλαντικής ΙΒΜ, υπήρξε γαρ απαραίτητη τεχνική προϋπόθεση για τη μετέπειτα Γενοκτονία των Εβραίων και λοιπών «μη Αρίων», ακόμη και όσων απ’ αυτούς είχαν καταστεί κοινωνικά αόρατοι μέσω της πλήρους ενσωμάτωσής τους στη γερμανική κοινωνία.
Για την ανάκληση αυτής της συλλογικής μνήμης, σε μια συγκυρία σημαδεμένη από την αναζωπύρωση του Ψυχρού Πολέμου και τη μετωπική αναμέτρηση ενός μαζικότατου ειρηνιστικού κινήματος με το ΝΑΤΟϊκό πρόγραμμα εγκατάστασης πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στη Γερμανία, χαρακτηριστική είναι η σχετική προκήρυξη δύο Ελλήνων ακτιβιστών (31/1/1983), ενός φοιτητή κι ενός πολιτικού επιστήμονα, που είχαν -κι αυτοί- προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο: «Από τη γερμανική και διεθνή ιστορική εμπειρία», διαβάζουμε, «ξέρουμε ότι σε εποχές κοινωνικών κρίσεων, πολεμικών προετοιμασιών και αναμετρήσεων, ιδιαίτερα [οι] εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες διώκονται, αντιμετωπίζουν φυλετικές διακρίσεις, ακόμη και εξοντώνονται και μάλιστα ανάμεσα στ’ άλλα και με τη βοήθεια συμπερασμάτων από απογραφές πληθυσμού [...]. Ας θυμηθούμε τις απογραφές του 1933, 1939 και την κατοπινή μοίρα των Εβραίων!» («Απογραφή ’83. Ενημερωτικό δελτίο», σ.46).
Τελικά, η κυβέρνηση Κολ υποχρεώθηκε ν’ αλλάξει ερωτηματολόγια και ν’ απαγορεύσει ρητά κάθε διασταύρωση των απογραφικών δεδομένων με εκείνα άλλων υπηρεσιών. Για τη διενέργεια της απογραφής (25/5/1987) χρειάστηκε δε η προσφυγή σε έκτακτες δόσεις κρατικής τρομοκρατίας, με επιβολή βαριών προστίμων στους αρνητές και αλλεπάλληλες εκφοβιστικές εισβολές της αστυνομίας σε κομματικά γραφεία των Πρασίνων, συλλήψεις και κατασχέσεις «παράνομου» προπαγανδιστικού υλικού. Ακόμη κι έτσι, η έκταση της ανυπακοής υπήρξε πάντως αξιοσημείωτη, αποδεικνύοντας πως η γενική απογραφή «στερούνταν ακόμη δημόσιας νομιμοποίησης», όπως παραδέχεται σε πρόσφατη έκθεσή της η ίδια η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία («The Combined Census Model in Germany», 2017, σελ.5). Με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα αυτούσιας επανάληψής της: το 2001 ο πληθυσμός «καταμετρήθηκε» (λανθασμένα) μέσω των δημοτολογίων και συναφών μητρώων, ενώ το 2011 έγινε δειγματοληπτική απογραφή ενός 10% των κατοίκων και γενική των κτιρίων μέσω των ιδιοκτητών. Ακόμη και τότε, πάντως, ένα 40% του γερμανικού πληθυσμού εξακολουθούσε να δηλώνει αντίθετο σε κάθε απογραφή (Wall Street Journal, 29/7/2011).
Για την αποφυγή ενός νέου 1983, η Στατιστική Υπηρεσία προσέλαβε έτσι προληπτικά μια εταιρεία «με καλές συστάσεις όσον αφορά τη διαχείριση επικοινωνιακών κρίσεων» και δρομολόγησε πολύμηνο πρόγραμμα στοχευμένης ζύμωσης των πιο ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων (Federal Statistical Office of Germany, «When Census Memories are Tied to the Christmas Eve Only», 20/3/2009).
Αμστερνταμ, Λονδίνο, Καμπέρα, Ουάσινγκτον
Πριν από τη Γερμανία του 1983, αντίστοιχο μαζικό κίνημα ενάντια στην απογραφή σημειώθηκε το 1971 στην Ολλανδία. Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που το περιεχόμενο των απογραφικών δελτίων θα καταχωριζόταν σε κομπιούτερ (της εγχώριας Philips), αφού «διαβαζόταν» από μηχανήματα της ΙΒΜ. Η καινοτομία αυτή, σε συνδυασμό με τα κυβερνητικά σχέδια για επιβολή ενιαίου κωδικού αριθμού σε όλους τους πολίτες, μετατράπηκε τελικά κι εδώ σε μπούμερανγκ. Μέχρι τα τέλη του 1970, η Επιτροπή Επαγρύπνησης για την Απογραφή (CWV) αριθμούσε ήδη 120 τοπικά παραρτήματα σε όλη τη χώρα· τον Ιανουάριο του 1971, 25 οργανώσεις διαφόρων αποχρώσεων (από την άκρα Αριστερά μέχρι το Συμβούλιο Εκκλησιών) κάλεσαν τους πολίτες να απόσχουν. Η κυβέρνηση απείλησε τους αντιρρησίες με βαριά πρόστιμα και 14ήμερη φυλάκιση.
Οπως και στη Γερμανία, ως κατ' εξοχήν δημοφιλές παράδειγμα επιστρατεύθηκε κι εδώ η σχετικά πρόσφατη ναζιστική εμπειρία: «Μη σας φοβίζει ένα πρόστιμο. Θυμηθείτε το 1933 και όσα ακολούθησαν. Η Ευρώπη πλήρωσε πολύ βαρύτερο πρόστιμο για την έλλειψη επαγρύπνησης του γερμανικού λαού», προειδοποιούσε σχετικό φυλλάδιο (De Volksrant, 2/4/1971).
Μια προκήρυξη της CWV πήγαινε ακόμη παραπέρα: «Σκεφτείτε το παρακαλώ χίλιες φορές, προτού συμπληρώσετε κάτι, οι συνέπειες του οποίου θα είναι ανυπολόγιστες. Κανείς δεν ξέρει ποιος μπορεί να μας κυβερνήσει καταπιεστικά, με εκτοπίσεις ή ακόμη κι εξολόθρευση» (M.T. Schäfer, «The 1971 census», σελ.16). «Η ταξινόμηση του πληθυσμού είναι ό,τι χρειάζεται ένας κατακτητής. Θα του έχουμε άραγε έτοιμα τα στοιχεία και τον εξοπλισμό;», αναρωτιόταν πάλι ρητορικά η παλαίμαχος αντιστασιακή δικηγόρος Λόoυ Μαζίρελ. Η κεντρική αντιαπογραφική διαδήλωση συνδυάστηκε, τέλος, με την επέτειο της πρώτης αντιστασιακής κινητοποίησης, τριάντα χρόνια νωρίτερα (26/2/1941).
Συνολικά 22.400 πολίτες αρνήθηκαν ρητά να συμπληρώσουν τα δελτία, δίχως να υποστούν την παραμικρή κύρωση. Αλλοι 246.000 προτίμησαν να εξαφανιστούν την ημέρα της απογραφής, ενώ άγνωστος παραμένει ο αριθμός των δελτίων που παραδόθηκαν τσακισμένα όπως συνιστούσε η CWV, για να μη διαβάζονται από κομπιούτερ· 1.000.000 δελτία αποδείχθηκαν πάντως μη μηχανογραφήσιμα, εξέλιξη που αποδόθηκε επίσημα σε «εκτυπωτικό λάθος» (Schäfer, όπ.π., σελ.18). Δέκα χρόνια μετά, προληπτικές προσομοιώσεις κατέγραψαν ένα 26% αρνήσεων συμμετοχής και το εγχείρημα κρίθηκε σκόπιμο να μην επαναληφθεί. Η γενική απογραφή του 1971 υπήρξε έτσι η τελευταία του είδους στην Ολλανδία.
Παρά την επικίνδυνη εξοικείωση του σύγχρονου ανθρώπου με την ιδέα της ηλεκτρονικής επιτήρησής του, παρόμοια φαινόμενα δεν έλειψαν ούτε την τελευταία δεκαετία. Στη Βρετανία, η ανάθεση της απογραφής του 2011 στην πολεμική βιομηχανία Λόκχιντ πυροδότησε εκστρατεία για αποχή· ο τελικός αριθμός των απαντήσεων υπήρξε κατά 1.600.000 μικρότερος από τον αναμενόμενο, σημειώθηκαν δε 369 διώξεις αρνητών και τουλάχιστον 120 δικαστικές καταδίκες (The Guardian, 27/1/2012). Στην Αυστραλία, η πρώτη ηλεκτρονική «αυτοαπογραφή» προκάλεσε το 2016 μαζικές διαμαρτυρίες για τη συμπερίληψη προσωπικών στοιχείων των απογραφόμενων, με δηλώσεις ακόμη και γερουσιαστών ότι θ’ αρνηθούν να συμμετάσχουν. Τελικά «αυτοαπογράφηκε» μόλις το 63%· ένα 22% συμπλήρωσε παραδοσιακά δελτία και 5% απείχε.
Ακόμη και στις ΗΠΑ, το περιοδικό Newsweek απέδιδε στις 24/8/2020 τη σχετική αποτυχία τής εκεί απογραφής (μόλις 63%) εν μέρει τουλάχιστον στην «ανησυχία τόσο συντηρητικών ελευθεριακών όσο και μεταναστών» για ενδεχόμενη κατάχρηση των συλλεγόμενων στοιχείων από τις κρατικές υπηρεσίες.
Ανήκουστα, όντως, πράγματα...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας