Πού βρίσκεται το στίγμα και η στάθμη των συζητήσεων στα 200 χρόνια της ιστορίας μας, σ’ αυτή την επετειακή χρονιά;
Σε ένα από τα πιο εμβληματικά συνέδρια εφ’ όλης της ύλης, και κατά τη συζήτηση που συνόψισε τις εργασίες του συνεδρίου, οι συμμετέχοντες κηρύσσουν με θριαμβικούς τόνους την αλλαγή των σχημάτων ερμηνείας της νεοελληνικής ιστορίας που επηρέασαν την εξέλιξή της. Ενας από αυτούς υποστηρίζει: «Η επέτειος των 200 ετών είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να δώσουμε ένα τελικό χτύπημα σε αυτό το εθνικολαϊκιστικό σχήμα» (ενν. το επικρατούν). Ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό; Συνεχίζει ο ίδιος: «Δεν υπάρχει τίποτε που να εκπροσωπεί καλύτερα τον τρόπο που βλέπαμε τον εαυτό μας από αυτό που έχει αποτυπώσει “Το μεγάλο μας τσίρκο” του Ιάκωβου Καμπανέλλη»…
Ποιο ήταν το προηγούμενο «ιστοριογραφικό υπόδειγμα» που αλλάζει τώρα; Εκείνο του Νίκου Σβορώνου, στην Επισκόπηση Νεοελληνικής Ιστορίας (Θεμέλιο 1976), του οποίου πυρήνας ήταν ο αντιστασιακός χαρακτήρας της ελληνικής ιστορίας απέναντι στις ξένες κυριαρχίες. Τώρα, δηλώνεται ρητά, πως το σχήμα αυτό άλλαξε με τρία βιβλία: του Κώστα Κωστή («Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», εκδ. Πόλις 2013), του Στάθη Καλύβα («Καταστροφές και Θρίαμβοι», εκδ. Παπαδόπουλος 2015) και του Γιάννη Βούλγαρη («Η Ελλάδα μια χώρα παραδόξως νεωτερική», εκδ. Πόλις 2019).
Ποιοι συμμετέχουν σε αυτό το καταληκτήριο πάνελ; Εκτός των συγγραφέων των τριών βιβλίων που αναφέρθηκαν, συμμετέχουν επίσης ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο Αριστείδης Χατζής, η Κωνσταντίνα Μπότσιου και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είναι ο εμπνευστής και οργανωτής αυτού του συνεδρίου και ο οποίος θέτει το ερώτημα: «Γιατί η συλλογική συνείδηση ρέπει προς θεωρίες όπως αυτές της εξάρτησης; Μήπως γιατί σε απαλλάσσουν από όλες τις ευθύνες και τις ενοχές; Μήπως επειδή σε απαλλάσσουν από την ευθύνη του υποκειμένου της ιστορίας και αναθέτουν την ευθύνη σε άλλους, τους ξένους; Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι τέτοιου είδους περίεργες, ανορθολογικές συμπεριφορές και βολονταρισμούς είδαμε στο δημοψήφισμα του 2015, όπου το έθνος ζητά “όχι” και συμβιβάζεται με το απόλυτο “ναι”».
Τα παραπάνω αναφέρονται στον τόμο «Εργαστήριον η Ελλάς. Θεσμοί και καταστάσεις που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα από την Παλιγγενεσία έως τις μέρες μας» (πρακτικά του συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών, εκδ. Επίκεντρο, 2021) και δίνουν μια μικρή ιδέα για τις πολιτικές προθέσεις αυτού του ιστοριογραφικού εγχειρήματος. Νόμιμο και αναμενόμενο. Οι μεγάλες στροφές στην πολιτική απαιτούν και στροφές στην ιστοριογραφία. Αυτό συνέβη και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια στα οποία υπήρξε μια άνθηση των ιστορικών σπουδών, με κατευθύνσεις κυρίως την οικονομική και την κοινωνική ιστορία και με πεδία προτεραιότητας τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Οι θεωρήσεις και οι ερμηνείες της ελληνικής ιστορίας δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου. Αφορούν τον τρόπο με τον οποίο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, οι διαμορφωτές γνώμης και οι policy makers αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, το παρελθόν και το μέλλον του, με βάση τον οποίο χαράζουν πολιτική. Με λίγα λόγια, η ιστοριογραφία, μέσω των πολιτισμικών διαμεσολαβητών, διαμορφώνει την εικόνα της ιστορίας, το συνεχές ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν στο οποίο βρισκόμαστε και αναπνέουμε όλοι. Διαμορφώνουν την ιστορική αίσθηση, την ευρεία ιστορική αίσθηση. Για τον λόγο αυτό και η ιστορία ανήκει στα μεγάλα πολιτικά διακυβεύματα. Δεν πρόκειται γι’ αυτό που εσχάτως ονομάζεται «δημόσια ιστορία», αλλά για την ιστορία ως εγχείρημα που είναι ταυτόχρονα ερευνητικό, δεν απευθύνεται μόνο στους ειδικούς και θέτει ευρύτερα ερωτήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι η ιστορία είναι ένας στοχασμός για την πορεία της κοινωνίας και τη μοίρα των ανθρώπων. Η ιστορία αυτή, είτε απευθείας είτε μέσω της πολιτισμικής διαμεσολάβησης, απευθύνεται στο μεγάλο κοινό. Αποτελεί ταυτόχρονα και θεωρητικό –απαιτητικά θεωρητικό– αλλά και πολιτικό διακύβευμα γιατί εμπεριέχει και σύγκρουση και κόστος.
«Bρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της γενικότερης αντίληψης της απόκτησης μιας εθνικής αυτοπεποίθησης» | Ευάγγελος Βενιζέλος («Εργαστήριον Η Ελλάς», Αθήνα 2021, σελ. 397)
Συνήθως μια εποχή απαντά σε μιαν άλλη. Και τούτη η ιστοριογραφία θέλει να αναμετρηθεί με την προηγούμενη. Είναι όμως η θεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη το κυρίαρχο και δεδομένο σχήμα ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας στα τέλη του 20ού αιώνα; Αποδίδει πράγματι μια ιστορική αίσθηση που κυριαρχεί στο τέλος της δικτατορίας και στην αρχή της Μεταπολίτευσης; Σ’ αυτό το θεατρικό έργο οι αναφορές στην Επανάσταση του 1821 και στη Βαυαροκρατία χρησιμοποιούνταν ως αλληγορία της δικτατορίας για να διαφύγουν τη λογοκρισία. Η παράσταση ήταν εμπνευσμένη από την παράσταση 1789 της Αριάν Μνουσκίν στο Παρίσι, η παρακολούθηση απέκτησε χαρακτήρα αντιστασιακής πράξης και λειτούργησε σαν ισχυρό αντίδοτο στα ιστορικά θεάματα της δικτατορίας. Ο ιστορικός αναχρονισμός υπηρετούσε επομένως μια πολιτική επιτελεστικότητα. Δυσνόητο βέβαια για όσους βλέπουν την ελληνική ιστορία μέσα από τα γυαλιά του λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού, που διακρίνει μόνο δυο χρώματα. Υπήρχε μια λαϊκιστική αντίληψη της ιστορίας, η οποία έβλεπε τον ηρωικό ελληνικό λαό ως θύμα των ξένων δυνάμεων; Και βέβαια υπήρξε, και πώς θα ήταν δυνατόν να μην υπάρξει σε ένα πλαίσιο πολιτικής αντιπαράθεσης (με τη δικτατορία) που μεγεθύνει τις αντιπαραθετικές κατηγορίες και υποβαθμίζει τις αποχρώσεις. Είναι όμως εξίσου αληθές ότι η εκδοχή της λαϊκιστικής ιστοριογραφίας της Μεταπολίτευσης είχε τεθεί στο στόχαστρο της κριτικής από τους ιστορικούς της Αριστεράς εκείνης της εποχής (Νίκο Σβορώνο, Φίλιππο Ηλιού, Σπύρο Ασδραχά, Βασίλη Παναγιωτόπουλο, Βασίλη Κρεμμυδά, Αγγελο Ελεφάντη κ.ά.), καθώς και από τα περιοδικά της Αριστεράς «Αντί» και «Ο Πολίτης», αργότερα «Τα Ιστορικά». Είναι χαρακτηριστική η έκδοση με εκτενή εισαγωγή του Φίλιππου Ηλιού για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, η οποία αναφέρεται μεν στον Κορδάτο και τον Ζεύγο, αλλά αφορά την εποχή της πρώιμης Μεταπολίτευσης.
Η συζήτηση για τη Νεωτερικότητα
Αλλά ούτε το σχήμα ερμηνείας της ελληνικής ιστορίας μέσα από τις ξένες κυριαρχίες ούτε η παρέμβαση των αριστερών ιστορικών ήταν μοναδικά στην εποχή της Μεταπολίτευσης. Σ’ εκείνα τα χρόνια εισάγεται από τους κοινωνικούς επιστήμονες και στην Ελλάδα ο όρος «νεωτερικότητα» (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Νίκος Μουζέλης, Παναγιώτης Κονδύλης κ.ά.). Αλλωστε και στον δυτικό κόσμο είναι κυρίως στη δεκαετία του 1960 που αποκτούν διάδοση οι θεωρίες του εκμοντερνισμού (modernization theories) και στην επόμενη δεκαετία οι εξερευνήσεις και οι χρήσεις στην ιστορία του όρου νεωτερικότητα (modernity). Βέβαια και πριν ακόμη από την εισαγωγή του όρου ο Κωνσταντίνος Δημαράς χρησιμοποιεί την έννοια αυτής της μεταβολής στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», που είναι κάτι παραπάνω, μια ιστορία ιδεών.
Στη Μεταπολίτευση ο όρος έρχεται και εμπεδώνεται όχι μόνος του, αλλά στο πλαίσιο ενός δίπολου: νεωτερικότητα - παραδοσιακότητα, ανανέωση - αδράνειες. Αυτό το δίπολο το χρησιμοποιούν και μαρξιστές αλλά και όσοι χαρακτηρίστηκαν στη δεκαετία του 1990 «εκσυγχρονιστές». Αλλωστε ο εκσυγχρονισμός ως υπέρβαση των αδρανειών της ελληνικής κοινωνίας, ώς την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, εξέφραζε ένα γενικότερο αίτημα. Στην εποχή αυτή, εκείνο το ερώτημα που απασχολούσε τους ιστορικούς και τους πολιτικούς επιστήμονες ήταν το γιατί της ελληνικής «υστέρησης». Αυτή ήταν η λέξη-κλειδί. Ως αποτέλεσμα, οι ιστορικοί και οι πολιτικοί επιστήμονες προσανατολίστηκαν σε μια ιστορία απουσιών στη σύγκριση προτύπου - κακέκτυπου, και μάλιστα με τους όρους, τις μεθόδους και το υπόρρητο αξιακό σύστημα του προτύπου. Βασική παραδοχή ήταν ο «πολιτισμικός δυϊσμός». Δηλαδή η ανταγωνιστική συνύπαρξη στην οποία υποχρεώνονταν δυο κουλτούρες: μια εκσυγχρονιστική και μια παρωχημένη (underdog). Ο όρος όπως και η θεωρία του πολιτισμικού δυϊσμού ανήκουν στον Νικηφόρο Διαμαντούρο, αλλά έχουν προϊστορία στη μεταπολεμική κοινωνική ανθρωπολογία και διακλαδώσεις σε όλες εκείνες τις θεωρίες που τονίζουν τη «διπλή συνείδηση» των Ελλήνων με διάφορες μορφές. Σχεδόν δεν υπάρχει μελέτη γραμμένη από Ελληνες ή ξένους στο εξωτερικό, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, που να αφορά την Ελλάδα και να μην αναφέρεται στη διπλή ταυτότητα· θυμίζω εδώ και μια εμβληματική μελέτη, το βιβλίο του Μ. Χέρτζφιλντ «Πάλι δικά μας. Λαογραφία, ιδεολογία και η διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας» (Αλεξάνδρεια 2002).
Ολες αυτές οι θεωρίες εκβάλλουν σε μια έννοια «διπλής συνείδησης» που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς κοινούς τόπους για την ελληνική ιστορία, αν παραβλέψουμε την ευρεία χρήση του όρου σε πολλές περιοχές του κόσμου (βλ. αναλυτικά σε Αντώνης Λιάκος, «Η νεοελληνική ιστοριογραφία το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα», περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 76-77, 2001, σελ. 72-91).
Η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ, η ευφορία της εποχής των Ολυμπιακών Αγώνων και του Ευρωπαϊκού Κυπέλου άρχισαν να αλλάζουν το ιστοριογραφικό κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο αισιοδοξίας άρχισε να αναθεωρείται το παλιό σχήμα της «υστέρησης» και του πολιτισμικού δυϊσμού και να αναδύεται ένα καινούργιο που του μελλόταν λαμπρή καριέρα: «Πως η Ελλάδα από μια καθυστερημένη επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτασε να ανήκει στον πυρήνα των ευρωπαϊκών χωρών». Το διατύπωσε πρώτος ο Αλέξης Φραγκιάδης («Ελληνική Οικονομία 19ος-20'ος αι.», εκδ. Νεφέλη 2007) με την απαραίτητη ιστοριογραφική πλαισίωση. Εκείνο, δηλαδή, που έλεγε ήταν να μη βλέπουμε μονομερώς την ελληνική ιστορία ως αποτυχίες και ελλείψεις. Πράγματι, τον 19ο αι. μπορεί να μην έγινε βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα, έχουμε εντούτοις μια οικονομική ανάπτυξη. Αλλά στα ερμηνευτικά σχήματα και στις θεωρίες οι φράσεις διά της επαναλήψεως αυτονομούνται ακόμη και από το περιεχόμενό τους. Διαβάζονται οι ίδιες ως σημεία αποσπασμένα από τα συμφραζόμενά τους και γίνονται τίτλοι και κλισέ. (Πρβλ. Τάσος Γιαννίτσης, «Από οθωμανική επαρχία στο ευρωπαϊκό σύστημα», Athens Review of Books, τχ. 133, 11/2021, σελ. 49-51). Η φράση αυτή συμπύκνωσε το success story της ελληνικής ιστορίας. Αυτά, την εποχή της ευφορίας από την είσοδο στο ευρώ.
Στην κρίση τα πράγματα αντιστράφηκαν πλήρως. Ο ξένος Τύπος αλλά και δηλώσεις πολιτικών κατηγορούσαν την Ελλάδα ως αποτυχημένο κράτος (failed state), χρησιμοποιώντας έναν λόγο οριενταλιστικό. Αυτός ο απαξιωτικός λόγος εσωτερικεύτηκε σε μια μορφή αυτο-οριενταλισμού. Στη διαμόρφωση αυτού του λόγου συμμετείχαν και ιστορικοί. Κατά τον Θάνο Βερέμη, «αν στα συστήματα της δυτικής Ευρώπης αναπτύχθηκε σταδιακά η Κοινωνία των Πολιτών, στην Ελλάδα επιμένει και επανέρχεται με δριμύτητα η Κατακερματισμένη Κοινωνία... Η κατακερματισμένη κοινωνία είναι το αποτέλεσμα της αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες στην προνεωτερική οθωμανική κοινότητα» (Protagon 9/12/2011). Αν η ανομία άρχιζε από τους κλεφταρματωλούς, ακόμη και η φοροδιαφυγή των σημερινών Ελλήνων εξηγείται από τη δυσπιστία τους απέναντι στο κράτος, η οποία ανάγεται από τα οθωμανικά κιόλας χρόνια. Δηλαδή, οι λόγοι της οικονομικής κρίσης δεν αναζητήθηκαν μόνο στην πολιτική, εκεί όπου η έννοια του λαϊκισμού γενικεύτηκε, αλλά έγιναν απόπειρες να ερμηνευτεί πολιτισμικά.
Η ελλιπής νεωτερικότητα, η υστέρηση, η αμφιθυμία ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση ως αιτίες της κρίσης έρχονταν κι επανέρχονταν εκείνα τα χρόνια. Τίτλοι όπως του Γ. Δερτιλή «7 πόλεμοι, 4 εμφύλιοι και 7 πτωχεύσεις» (εκδ. Πόλις 2016) και του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», οι οποίοι αυτονομούνταν ως σημεία ακόμη και από το περιεχόμενό τους, έκαναν πρωτοφανείς για ιστορικά βιβλία πωλήσεις, γιατί ήταν δηλωτικοί αυτής της αναζήτησης αιτιών της κρίσης στο απώτατο παρελθόν. Το βιβλίο του Δερτιλή, λόγου χάρη, παρά την εναργή ανάλυση των κρίσεων, δεν αποφεύγει την αρνητική τελεολογία της τελευταίας κρίσης: «Το προοίμιο της σημερινής κρίσης το έγραψαν στις πόλεις και στα βουνά της Κατοχής και του Εμφυλίου οι προπάπποι, οι πάπποι και οι γονείς όλων μας» (σ. 137). Δηλαδή, η κρίση αρχίζει από τον εμφύλιο, ο οποίος είναι συνέχεια του Εθνικού Διχασμού. Ηταν αναμενόμενο ότι αυτό το αυτο-υποτιμητικό αφήγημα κάποια στιγμή θα δημιουργούσε δυσφορία.
Οι «ξένοι»: δυνάστες ή διασώστες;
Το 2015 ο Στάθης Καλύβας εκδίδει στα ελληνικά το βιβλίο «Καταστροφές και θρίαμβοι». Ο σκοπός του βιβλίου είναι να απαντήσει στις διεθνείς αιτιάσεις της Ελλάδας ως «αποτυχημένου κράτους» και να προτείνει «ένα σχήμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας». Από πολλές απόψεις το βιβλίο αυτό μοιάζει με τη «Σύντομη Ιστορία της Ελλάδας» του Σβορώνου. Είναι συνοπτικό και γραμμένο για ευρύ κοινό, όπως εκείνο. Το σχήμα του είναι το εξής: «μεγαλεπήβολα σχέδια (οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού κράτους, οικονομικός εκσυγχρονισμός), αδυναμία σωστής εκτέλεσής τους, που κορυφωνόταν με στρατιωτικές ήττες και οικονομικές καταστροφές, και ταπεινωτικές ξένες επεμβάσεις, και παρ’ όλα αυτά, απέβαιναν τελικά θετικές, καθώς διατηρούσαν πολλά από τα κέρδη, ελαχιστοποιώντας τις ζημιές» (110). Αν ο Σβορώνος απέδιδε τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας στους ξένους, στον Καλύβα οι ξένοι σώζουν πάντα την Ελλάδα. Και στο βιβλίο αυτό το βασικό αφήγημα «Η Ελλάδα από περιθωριακή αγροτική οθωμανική επαρχία», βάζει μεγάλους στόχους, θριαμβεύει αλλά υφίσταται μεγάλες καταστροφές, από τις οποίες τη διασώζουν οι ξένοι. Επομένως, αν κάτι μένει είναι μια ανοδική πορεία, αν όχι ευθύγραμμη, πάντως βαθμιδωτή. Εχει ενδιαφέρον ότι και στο βιβλίο αυτό η έννοια της εξάρτησης επαναφέρεται αλλά αντιστρέφεται ο χαρακτήρας της και από αρνητική μετατρέπεται σε θετική. Επίσης, αυτό το σχήμα αποκτά κυκλικότητα και επανάληψη. Ο ρόλος των ξένων και της ξένης εξάρτησης δεν μειώνονται, απλώς από δυνάστες γίνονται διασώστες και η Ελλάδα από θύμα γίνεται ωφελούμενη χώρα.
Το 2019 ο Γιάννης Βούλγαρης εκδίδει το βιβλίο «Ελλάδα μια χώρα παραδόξως νεωτερική». Ο αυτονομημένος τίτλος απαντά στο ερώτημα αν η Ελλάδα είναι νεωτερική χώρα, με τη διαπίστωση ότι… παραδόξως είναι. Γιατί «παραδόξως»; Ο Βούλγαρης στο πρώτο μέρος του βιβλίου του ασκεί κριτική σε αυτά που ορίζει ως προηγούμενα σχήματα ιστορίας μετά τη Μεταπολίτευση, δηλαδή το μαρξιστικό και το εκσυγχρονιστικό, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι περιγράφουν την ιστορία της Ελλάδας ως απουσία, απουσία αστικής τάξης (κατεξοχήν εκφραστής, ο Παναγιώτης Κονδύλης). Ασκεί επίσης κριτική στο διχοτομικό σχήμα εκσυγχρονιστική/παρωχημένη κουλτούρα. Η θέση του, από την οποία προκύπτει το «παραδόξως νεωτερική», είναι ότι παρά την οικονομική καθυστέρηση και την κοινωνική δομή, η Ελλάδα διαθέτει ένα πολιτικό σύστημα το οποίο προπορεύεται της κοινωνίας και το οποίο είναι νεωτερικό. Θεωρεί ότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που υιοθέτησαν πρώιμα μια διαδικασία catch up (χώρες της πρώιμης υστέρησης). Συνοψίζοντας συνθηματικά την «ελληνική περίπτωση», γράφει ότι «η Ελλάδα είναι έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό και μικρομεσαίο». Και το σχήμα του Βούλγαρη σαφώς εγγράφεται στο success story, αν και όχι με τον ενθουσιασμό των άλλων συγγραφέων: «Η Ελλάδα δεν αναβαθμίστηκε μεν στην πρώτη κατηγορία των ανεπτυγμένων χωρών (Νορβηγία, Ιαπωνία, Νότιος Κορέα), εντούτοις όμως δεν παγιδεύτηκε σε χαμηλά επίπεδα όπως οι άλλες χώρες της περιοχής».
Η κρατική οπτική της ιστορίας
Ολοι οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί και πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο αυτό, υιοθετούν μια κρατική οπτική της ιστορίας. Αυτή δηλώνεται σαφέστατα και στον τόμο των Βούλγαρη/Κωστή και Ριζά, «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός. Κράτος και πολιτική στην Ελλάδα του 20ού αιώνα» (2020). Αν ο Roderik Beaton στο βιβλίο του «Ελλάδα, Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους» υποστασιοποιεί το έθνος αναζητώντας το DNA του, στον τόμο αυτόν υποστασιοποιείται το κράτος. Το κράτος θέτει στόχους σε κάθε εποχή και προσπαθεί να τους πετύχει. Στην πρώτη περίοδο το θεσμικό πλαίσιο που προσανατολίζει προς την Ευρώπη, στο 1870-1912 στρατιωτική επέκταση, στον Μεσοπόλεμο τη δημιουργία σύγχρονου κράτους, μεταπολεμικά ο στόχος είναι η αύξηση της ευημερίας και μετά το 1974 η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ευημερία. Η ιστορία μετατρέπεται σε ιστορία των στόχων και των εκπληρώσεών τους. Ετσι, στον ίδιο τόμο «Εργαστήριον η Ελλάς», στον οποίο αναφερθήκαμε, ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου θα αναφωνήσει: «Ναι, τα πήγαμε πολύ καλά σε αυτά τα 200 χρόνια» (σ. 417). Το ζήτημα βέβαια δεν είναι αν τα πήγαμε καλά ή όχι, αλλά η ίδια η εκφώνηση ως speech act, ως ένα επιτελεστικό εκφώνημα (performative utterance –βλ. J. L. Austin, «How to Do Things with Words», 1962).
Εκείνο όμως το επίμονο, κρίσιμο και βασανιστικό υπαρξιακό ερώτημα που υπερίπταται εδώ και δεκαετίες, αλλά πιο εντατικά στην κρίση, είναι αν η Ελλάδα είναι «εξαίρεση» στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα». Απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα υπάρχουν πολλές τόσο θετικές όσο και αρνητικές απαντήσεις. Την εποχή της κρίσης ο Μαρκ Μαζάουερ έγραψε ένα άρθρο στους Νew Υork Τimes για να υπερασπιστεί την Ελλάδα («Democracy’s Cradle, Rocking the World», 29/7/2011), στο οποίο υποστήριζε ότι η Ελλάδα στα 200 χρόνια της Ιστορίας της έθετε πρωτοποριακά τα προβλήματα κάθε εποχής: εθνικό κράτος, πρώιμοι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανταλλαγή πληθυσμών κ.λπ. Την ίδια περίπου εποχή ο Χέρζφιλντ διατύπωσε τη θεωρία της Ελλάδας ως κρυφοαποικίας: μιας χώρας που δεν είναι ούτε πλήρως ανεξάρτητη ούτε πλήρως αποικία (Michael Herzfeld, «The Absence Presence: Discourses of Crypto-Colonialism», περ. The South Atlantic Quarterly, τχ. 101/4, 2002, σελ. 899-926). Στην Ελλάδα η θεωρία αυτή δεν βρήκε ανταπόκριση, συζητήθηκε όμως στην κοινωνική ανθρωπολογία σε όλο τον κόσμο, γιατί οι περισσότερες χώρες ανήκουν σε αυτή την κατηγορία: ούτε αποικίες ούτε ανεξάρτητες –ή με ποικίλους βαθμούς εξαρτήσεων.
Εντούτοις, το σχήμα του ελληνικού «εξαιρετισμού» δεν είναι καινούργιο και ζευγαρώνει με το σχήμα της «υστέρησης» και των «απουσιών» από την αρχή του ελληνικού κράτους και διατυπώνεται με πολλές μορφές. Σε όλες όμως χρησιμοποιείται το «εμείς» της εθνικής ιστορίας. Θα είμαστε είτε καλύτεροι είτε χειρότεροι, θα είμαστε πρωτοπόροι ή πειραματόζωα κ.λπ... Αλλά η ιστορία υπό την οπτική του εξαιρετισμού εμπεριέχει προκρούστεια λογική. Κι εδώ, η επιτελεστικότητα του ερωτήματος έχει μεγαλύτερη σημασία από την απάντηση.
Πολιτική πρόθεση
Συνοψίζοντας, η στιγμή των ιστορικών αποτιμήσεων στα 200 χρόνια Ιστορίας περιγράφεται με τα λόγια του Ευάγγελου Βενιζέλου: «Βρισκόμαστε, θεωρώ, μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της γενικότερης αντίληψης της απόκτησης μιας εθνικής αυτοπεποίθησης που να βασίζεται σε σοβαρά και ρεαλιστικά θεμέλια. Αυτό είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να περάσουμε στην επόμενη φάση, ύστερα από τη δοκιμασία της δεκαετούς κρίσης με την προσθήκη της πανδημίας. Είναι προϋπόθεση, δηλαδή, μιας νέας επιτυχημένης πορείας» («Εργαστήριον Η Ελλάς», σελ. 397). Αυτό που διαπιστώνει κανείς, δηλαδή, είναι ότι στα 200 χρόνια ο ιστορικός ως εθνικός παιδαγωγός και η ιστορία ως φρονηματισμός του έθνους δεν έχασαν ποτέ τον ρόλο τους.
Κλείνοντας, το τελευταίο ζήτημα που θα ήθελα να θέσω είναι ότι η ιστορία δεν αφορά μόνο το περιεχόμενό της αλλά το power game της εγκυρότητας. Κι εδώ παίχτηκε, και παίζεται, ένα σκληρό παιχνίδι: ποιος δικαιούται να μιλήσει, ποιος εκφράζει την ιστορική εγκυρότητα στα 200 χρόνια, ποια άποψη ακούγεται δυνατότερα. Γι’ αυτό χαράχτηκαν διαχωριστικές γραμμές, αποκλεισμοί και αποσιωπήσεις. Εκείνο που κυρίως χάνεται από αυτές τις προσεγγίσεις της ιστορίας εκ των άνω, είναι τα ίδια τα υποκείμενα. Οταν δεν αναφερόμαστε στις μεγάλες προσωπικότητες, τα υποκείμενα απουσιάζουν, απουσιάζει η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Απουσιάζει η εμπειρία των απλών ανθρώπων, όλα όσα προσκόμισε η κοινωνική ανθρωπολογία, η προφορική και η κοινωνική ιστορία, η προβληματική του κοινωνικού φύλου, η ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, η ιστορία της εργασίας· τέλος, η συζήτηση για τα τραύματα της ιστορίας. Χάνεται δηλαδή ο εξανθρωπισμός της ιστορίας που κατέκτησε η διεθνής αλλά και η ελληνική ιστορία τις τελευταίες δεκαετίες. Τα πάντα κρίνονται από τις κορυφές του κράτους και από την άποψη της εξουσίας και των ελίτ.
(Εισήγηση στο συνέδριο «200 χρόνια ιστορίας της Ελλάδας: Θεωρήσεις και ερμηνείες στον 20ό αιώνα», που οργανώθηκε από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και το περιοδικό Historein/Ιστορείν, 26-27 Νοεμβρίου 2021)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας