«H οικονομική επιτροπή αναγνώρισε ότι η ελληνική μεταρρύθμιση κατάφερε να καλύψει τα υφιστάμενα κενά στο φορολογικό σύστημα και να αυξήσει τους φόρους, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Η πρόταση της επιτροπής ήταν να επιβληθούν συμπληρωματικά οι φόροι εισοδήματος νομικών προσώπων και ακίνητης περιουσίας».
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα, ίσως κάποιοι πιστέψουν πως προέρχεται από την ελληνική ειδησεογραφία κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ωστόσο δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό τμήμα γερμανικής έκθεσης που γράφτηκε το 1945.
Ο συντάκτης της, Ζίγκφριντ Νέστλερ, ένας καλά δικτυωμένος σύμβουλος (αρχικά στο γερμανικό υπουργείο Oικονομικών, μετά την έναρξη του πολέμου στις οικονομικές υπηρεσίες της Βέρμαχτ και αργότερα σε υπηρεσίες του υπουργείου Eξωτερικών), ήταν ανάμεσα στα στελέχη του γερμανικού μηχανισμού επίβλεψης της ελληνικής οικονομίας ώς την τελευταία περίοδο της Κατοχής.
Η έκθεσή του «Το χρηματοοικονομικό σύστημα και τα έξοδα κατοχής στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, 1941-1944», εντοπίστηκε στα αρχεία των γερμανικών υπουργείων Εξωτερικών (R 27320) και Οικονομικών (R 2/30680) και πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 2015· για την πιο πρόσφατη, εκτενώς σχολιασμένη μετάφρασή της, βλ. Β. Μανουσάκης (επιμ.), «Στο νότιο προπύργιο του Ράιχ», Ηράκλειο 2019, σελ. 159-300 (το συγκεκριμένο απόσπασμα στη σελ. 216).
«Η γερμανική στάση είχε κερδίσει την προσοχή και την εκτίμηση των ελληνικών χρηματοπιστωτικών κύκλων»
Πάουλ Χαν, επίτροπος του Γ' Ράιχ στην Τράπεζα της Ελλάδος επί Κατοχής (1945)
Το γερμανικό –καθώς και το αντίστοιχο ιταλικό– οικονομικό επιτελείο στην Ελλάδα δεν ασχολούνταν ασφαλώς μόνο με τη φορολογία. Ζητήματα όπως το νόμισμα, οι τράπεζες αλλά και η πείνα, τα καύσιμα και οι μεταφορές τούς απασχολούσαν επίσης σε μεγάλο βαθμό.
Οι οικονομικές επιτροπές που αποστέλλονταν, όπως εκείνη για την προώθηση φορολογικών μεταρρυθμίσεων που προαναφέρθηκε, αλλά και το ίδιο το οικονομικό επιτελείο του Αξονα που στάθμευε στην Ελλάδα είχαν ως έναν από τους επίσημους στόχους τους τη βελτίωση τομέων της ελληνικής οικονομίας, αφού μια πλήρης κατάρρευση της Ελλάδας δεν ήταν προς το συμφέρον τους: αφ’ ενός θα δυσχεραινόταν η δυνατότητα της χώρας να πληρώνει τα έξοδα κατοχής και να τροφοδοτεί τον Αξονα με τρόφιμα, πρώτες ύλες και άλλα είδη, και αφ’ ετέρου θα δημιουργούσε παρενέργειες στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη.
Τον Δεκέμβριο του 1942, μάλιστα, οι γερμανικές αρχές στο Βέλγιο και στη Γαλλία εξέφρασαν ρητά παρόμοιες ανησυχίες σε εκθέσεις τους όπου εξέταζαν τη δυνατότητα αύξησης των εκεί εξόδων κατοχής (Office of U.S. Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality, «Nazi Conspiracy and Aggression», τ. VII, σελ. 690-695, και τ. IV, σελ. 250, αντίστοιχα).
Το «ασήμαντο κόστος»
Καίριο δημοσιοοικονομικό πρόβλημα, το οποίο είχε άμεσες όσο και σοβαρές επιπτώσεις και στον πληθωρισμό, ήταν το έλλειμμα του Δημοσίου.
Οπως φαίνεται και στον πίνακα που παραθέτουμε, το έλλειμμα (μολονότι υπαρκτό, εξαιτίας και των εξόδων για την πολεμική προετοιμασία της χώρας) ήταν σχετικά περιορισμένο πριν από τον πόλεμο: κατά τη χρήση 1938-39 έφτανε περίπου στο 4% (δηλαδή τα έσοδα κάλυπταν το 96% των εξόδων). Μέσα στην Κατοχή, όμως, εκτοξεύτηκε στο 78% (χρήση 1941-42), στη συνέχεια στο 82% (1942-43) και τελικά (κατά την περίοδο 1943-44) στο συντριπτικό για οποιαδήποτε οικονομία 94%.
Τα αίτια αυτής της κακής κατάστασης των οικονομικών του κατοχικού Δημοσίου δεν ήταν άγνωστα. Ωστόσο Ελληνες οικονομολόγοι και η δωσιλογική κυβέρνηση των Αθηνών, από τη μία, και αξιωματούχοι των αρχών κατοχής, από την άλλη, έμοιαζαν να καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν η βασικότερη αιτία του.
Οι πρώτοι υποστήριζαν ότι πολλά από τα οικονομικά προβλήματα της χώρας οφείλονταν στον πόλεμο και στη συνακόλουθη οικονομική κρίση και ότι η δημοσιοοικονομική κατάσταση της χώρας θα βελτιωνόταν μόνο αν τα υπερβολικά έξοδα κατοχής περιορίζονταν σημαντικά.
Οι δεύτεροι θεωρούσαν πως η κατάρρευση των εσόδων ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας, έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα και πως τα έξοδα κατοχής, αν και σημαντικά, δεν θα ήταν πάνω από τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, υπό την προϋπόθεση πως τα δημόσια έσοδα θα διατηρούνταν σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Οπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο υπαρχηγός του επιχειρησιακού επιτελείου της Βέρμαχτ, στρατηγός Βάρλιμοντ, μετά από συνάντηση που είχε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1942 με τον στρατιωτικό διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης, «το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε από το κόστος της κατοχής, αλλά αντίθετα, από την πλήρη αποδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα το κόστος κατοχής είναι ασήμαντο» (National Archives and Records Administration M1035, Greiner diary notes, 12 Aug. 1942 - 12 Mar. 1943, σ. 88-89).
Εξοδα κατοχής, πληθωρισμός, κρίση
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η χρηματοδότηση των αναγκών των κατακτητών από ελληνικούς πόρους ήταν βαρύ φορτίο για την ελληνική οικονομία. Κατά τους πρώτους μήνες της Κατοχής, σημαντικά προβλήματα στην οικονομία της χώρας είχαν προκαλέσει οι αγορές των δυνάμεων κατοχής με τη χρήση ειδικών νομισμάτων («κατοχικά μάρκα» ή Reichskreditkassenscheine για τους Γερμανούς και «μεσογειακές δραχμές» για τους Ιταλούς), τα οποία –μολονότι δίχως αντίκρισμα– επιβάλλονταν ως υποχρεωτικά αποδεκτό νόμισμα, όπως η δραχμή.
Η ταχύτατη εισροή τους στην αγορά λειτούργησε ουσιαστικά σαν άμεση αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας κατά περίπου 40%, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην εκτόξευση του πληθωρισμού (για περισσότερα, βλ. Μανουσάκης 2019, κυρίως σελ. 25-28).
Από τον Αύγουστο του 1941 και μετά, οι περισσότερες αγορές των δυνάμεων κατοχής γίνονταν μέσων λογαριασμών εξόδων κατοχής που ανοίχτηκαν (σε δραχμές) κατόπιν συμφωνίας στην Τράπεζα της Ελλάδος· μικρότερα ποσοστά των εξόδων καλύπτονταν κατά διαστήματα απευθείας από τον ελληνικό προϋπολογισμό και σπανιότερα με άλλους τρόπους.
Οπως φαίνεται και στον πίνακα, τα έξοδα κατοχής έφταναν να αποτελούν σημαντικότατο ποσοστό των δημοσίων δαπανών, ξεπερνούσαν δε το διπλάσιο (και, κατά το τελευταίο έτος, το πενταπλάσιο) των συνολικών εσόδων του ελληνικού Δημοσίου.
Οι σχετικές συμφωνίες προέβλεπαν πως ένα μέρος των εξόδων κατοχής θα αποτελούσε ουσιαστικά δάνειο, υπολογιζόμενο από τον Nestler στην έκθεσή του ως ίσο με 568 εκατομμύρια μάρκα, από τα οποία τα 92 είχαν επιστραφεί και τα υπόλοιπα 476 αποτελούσαν γερμανικό χρέος (ό.π., σελ. 196).
Μέχρι όμως το τέλος της Κατοχής, ένα σημαντικό ποσοστό τού (αρκετά μειωμένου) ελληνικού ΑΕΠ, ενδεχομένως κοντά στο 50% σύμφωνα με δικούς μου υπολογισμούς, χρησιμοποιήθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για να καλύψει ανάγκες των κατακτητών (Μανουσάκης 2019, σελ. 42-43).
Από την άλλη, ωστόσο, κάποιες από τις αιτιάσεις των κατακτητών είχαν μια κάποια βάση. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα μπορεί να δούλευε σχετικά ικανοποιητικά σε ειρηνικές συνθήκες, αλλά δεν είχε προσαρμοστεί καθόλου στις συνθήκες του πολέμου και της Κατοχής, ούτε η φορολογία προσαρμόστηκε έγκαιρα στον αυξημένο πληθωρισμό και στη μαύρη αγορά της περιόδου. Πέραν τούτου, οι φοροελεγκτικές και φοροσυλλεκτικές ικανότητες του τότε κρατικού μηχανισμού ήταν μειωμένες.
Η κυβέρνηση κατοχής είχε χάσει όχι μόνο τη νομιμοποίησή της στα μάτια μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και τον ίδιο τον έλεγχο τμημάτων της χώρας, ειδικά μετά την εμφάνιση του αντάρτικου. Επιπλέον, οι ίδιοι οι υπάλληλοι είχαν μειωμένα κίνητρα για να κάνουν τη δουλειά τους, αφού το κατοχικό κράτος ήταν συχνά απονομιμοποιημένο και στα δικά τους μάτια, ενώ η μεγάλη απώλεια εισοδημάτων τούς ωθούσε συχνά να εργάζονται παράλληλα σε άλλες εργασίες ή να δωροδοκούνται ευκολότερα.
Δεν ήταν παράλογη, λοιπόν, η άποψη πως η πτώση των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να είναι μικρότερη με την εφαρμογή κάποιων μεταρρυθμίσεων.
Η διαφορά στις θέσεις των παραγόντων της Ελληνικής Πολιτείας και των κατακτητών δεν είναι ασφαλώς δύσκολο να εξηγηθεί. Οι πρώτοι ανησυχούσαν μήπως οι όποιες αυξήσεις σε φόρους οδηγούσαν σε αυξήσεις τιμών και περαιτέρω επιδείνωση του πληθωρισμού.
Επιπλέον, είχαν συνείδηση της πολύ περιορισμένης νομιμοποίησής τους στα μάτια του ελληνικού λαού και ανησυχούσαν από αρκετά νωρίς για το ενδεχόμενο εξέγερσης ή έστω για άνοδο της κομμουνιστικής επιρροής στη χώρα, με όλες τις συνέπειες που αυτή θα είχε για το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς. Ετσι, απέφευγαν να λάβουν φορολογικά μέτρα που ίσως θα δυσαρεστούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όπως η αύξηση του φόρου στα τσιγάρα.
Οι δεύτεροι, από την πλευρά τους, ενδιαφέρονταν κυρίως για τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν την ελληνική οικονομία και όχι ασφαλώς για τη μακροπρόθεσμη βελτίωση των ελληνικών οικονομικών δεικτών. Βασικό τους μέλημα ήταν να διασώσουν το κύρος και τη λειτουργία των μηχανισμών της Ελληνικής Πολιτείας, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν για να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους. Ετσι, εξοικονομούσαν πολύτιμο και ανθρώπινο δυναμικό, αφού δεν θα χρειαζόταν να αντικαταστήσουν τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό με έναν γερμανοϊταλικό.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κόστος του πολέμου στην περιοχή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έπρεπε να το επωμιστούν οι Ελληνες πολίτες.
Δάνεια και μεταρρυθμίσεις
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν αρκετές προτάσεις για τη βελτίωση των δημοσίων εσόδων και την αποτροπή πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, που θα σήμαινε και τον ουσιαστικό τερματισμό των δυνατοτήτων της χώρας να χρηματοδοτεί τις δυνάμεις κατοχής. Καμία από αυτές ωστόσο δεν είχε τίποτα περισσότερο από προσωρινά αποτελέσματα.
Μία κατεύθυνση αφορούσε τη δυνατότητα εσωτερικού δανεισμού. Το 1942 οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να δανείσουν στο κράτος έναντι ομολόγων, τα οποία ωστόσο γρήγορα εξανεμίστηκαν από τον πληθωρισμό. Για την πληρωμή των αγροτικών προϊόντων, για τα οποία είχε θεσπιστεί υποχρεωτική συγκέντρωση ενός ποσοστού της παραγωγής από το κράτος, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν ειδικά ταμειακά γραμμάτια της Τραπέζης της Ελλάδος με διάρκεια αρχικά τεσσάρων και αργότερα έξι μηνών.
Εξετάστηκε επίσης η δυνατότητα πληρωμής των προμηθευτών των Γερμανών με ομόλογα, γραμμάτια κ.λπ. Οι τελευταίοι απαιτούσαν ωστόσο να πληρώνονται τοις μετρητοίς και οι Γερμανοί, που δεν ήθελαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους μαζί τους, δεν προχώρησαν ποτέ στην υιοθέτηση του μέτρου (βλ. την έκθεση του Γερμανού επιτρόπου στην Τράπεζα της Ελλάδος Paul Hahn: «Το ελληνικό νόμισμα και τα μέτρα νομισματικής πολιτικής», σε Μανουσάκης 2019, σελ. 117).
Το βάρος έπεσε στη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών, της αγροτικής παραγωγής, των μισθών και ημερομισθίων, ενώ αυξήθηκαν και οι έμμεσοι φόροι. Σύντομα όμως πληθωρισμός, απόκρυψη και παραοικονομία, σε συνδυασμό με την προβληματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, μείωσαν σημαντικά τα όποια έσοδα.
Τον Νοέμβριο του 1941 η Γερμανία απέστειλε στην Αθήνα μια οικονομική επιτροπή για να εξετάσει την κατάσταση και να προτείνει λύσεις. Η επιτροπή, αν και δέχτηκε πως οι μέχρι τότε ελληνικές μεταρρυθμίσεις είχαν καλύψει κάποια κενά, προχώρησε στην κατάρτιση ενός εκτενούς προγράμματος μεταρρυθμίσεων για το φορολογικό σύστημα και τις κρατικές υπηρεσίες.
Πρότεινε π.χ. την επιβολή συμπληρωματικών φόρων εισοδήματος νομικών προσώπων και ακίνητης περιουσίας και την αυστηρότερη φορολογία των μετοχικών εταιρειών καθώς και τη δημιουργία υπηρεσίας φορολογικού ελέγχου με βάση το γερμανικό πρότυπο, η οποία ήταν και η μόνη που τελικά είχε κάποια αποτελέσματα.
Ωστόσο το φορολογικό σύστημα παρέμενε βασισμένο στο παλιό (και θεωρούμενο ως ανεπαρκές) προπολεμικό μοντέλο, με συνέπεια την επιδείνωση της κατάστασης με την άνοδο του πληθωρισμού. Ετσι, τον Φεβρουάριο του 1943, μετά και την έλευση των δύο ειδικών εντεταλμένων (των ειδικών πληρεξουσίων Νοϊμπάχερ και Ντ’ Αγκοστίνο) για οικονομικά και δημοσιονομικά ζητήματα στην Ελλάδα, ορίστηκε νέα γερμανική επιτροπή, η οποία εργάστηκε ταυτόχρονα με μια αντίστοιχη ιταλική για την προώθηση φορολογικών μεταρρυθμίσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι δύο επιτροπές κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα, γεγονός που έδωσε την αφορμή στον Νέστλερ να κατηγορήσει στη μετακατοχική έκθεσή του τους Ιταλούς (ό.π., σελ. 218-221). Κατά τον ίδιο, οι προτάσεις της γερμανικής επιτροπής ήταν ρεαλιστικότερες, καθώς εκείνη καταλάβαινε τις δυνατότητες της ελληνικής διοίκησης καλύτερα από τους Ιταλούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η παρότρυνση των Ιταλών προς τη δωσιλογική κυβέρνηση για υποχρεωτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των ελληνικών εταιρειών, η οποία θα καταβαλλόταν στο κράτος, μέτρο που απέτυχε πλήρως. Μάλιστα η εκτόξευση αυτή του πληθωρισμού οδήγησε και σε προτάσεις για υπολογισμό των φορολογικών χρεών με βάση το ελαιόλαδο ή τα δημητριακά, ώστε ο χρωστούμενος φόρος να μη χάνει την αξία του (ό.π., σελ. 220 και 224).
Ενα από τα μέτρα αυτά αφορούσε και τη φορολογία των προμηθευτών του γερμανικού και ιταλικού στρατού, οι οποίοι πίστευαν ώς τότε πως περίπου δικαιούνταν να μην πληρώνουν φόρο (βλ. ενδεικτικά σχετική ανακοίνωση του περιφερειακού στρατιωτικού διοικητή Πειραιά, Λίτκε, στην εφ. «Πρωία», 12/4/1941).
Από την άνοιξη του 1943 και μετά, παρά τις αντιδράσεις των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, η Βέρμαχτ διαβίβασε στις ελληνικές αρχές μεγάλο αριθμό τιμολογίων των προμηθευτών της, αν και από τα συμφραζόμενα προκύπτει πως δεν διαβιβάστηκε το σύνολό τους – και άρα κάποιοι προμηθευτές γλίτωσαν τη φορολογία (ό.π. σ. 222). Επίσης εκδόθηκαν κάποια συλλεκτικά γραμματόσημα· με περιορισμένη όμως επιτυχία, αν και ο πληθωρισμός τα καθιστούσε ελκυστική μορφή επένδυσης (ό.π. σ. 226)
Οι Γερμανοί σωτήρες
Κοινή θέση πολλών Γερμανών αξιωματούχων ήταν ότι βασικός υπεύθυνος για τα οικονομικά δεινά που υφίσταται ο ελληνικός λαός ήταν ο ίδιος. Οι Ελληνες ήταν απείθαρχοι και χωρίς ψυχραιμία και χρειάζονταν κάποια επιμόρφωση (καθώς και τις κατάλληλες τιμωρίες), ώστε να μάθουν να λειτουργούν σωστά σε ό,τι αφορά τις οικονομικές τους επιλογές. Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν με τις γνώσεις τους, ακόμη και με παροχή υλικής βοήθειας.
Ενδεικτικό ήταν ένα δίγλωσσο άρθρο που δημοσίευσε ο προαναφερθείς Χαν τον Σεπτέμβρη του 1943 στο περιοδικό Deutsch-Griechische Wirtschafts-Nachtrichten (Γερμανοελληνικά Οικονομικά Νέα). Εκεί προσπαθούσε να «συνετίσει» τους Ελληνες, επιστρατεύοντας και τα λεγόμενα ενός Ελληνα οικονομολόγου, από εκείνους που είχαν σχετικά στενές σχέσεις με την κυβέρνηση κατοχής και τους κατακτητές.
Οπως έγραφε:
«Τα νομίσματα των μικρών κρατών δεν παρέμειναν άθικτα υπό των επιδράσεων του πολέμου. Τούτο ισχύει ουχί ολιγώτερον και διά την Ελλάδα. Εις το ότι το ελληνικόν νόμισμα δεν απολαύει εντός των υπό των αυτών πεπρωμένων διεπομένων ευρωπαϊκών εθνών καλής φήμης, συνέτεινε δυστυχώς κατά τρόπον καθοριστικόν και η έλλειψις εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού προς τον ίδιον τον εαυτόν του. Η Ελλάς ηναγκάσθη, ήδη προ του πολέμου, να προβή εις την λήψιν λίαν αυστηρών νομισματικών μέτρων, πράγμα το οποίον καθιστά ευνόητον ποιάν τινα δυσπιστίαν και μίαν κερδοσκοπικήν στάσιν αμύνης έναντι των υπό του κράτους ληφθέντων μέτρων. Ο ελληνικός λαός δεν έχει ακόμη καθ’ ολοκληρίαν εγκαταλείψει την ιδέαν “περί της μεγάλης σημασίας του χρήματος”. Ούτος δε είναι ο λόγος, διά τον οποίον δημοσιοοικονομικά πολεμικά τινα μέτρα, τα οποία εις άλλας κατεχομένας χώρας εισήχθησαν αποτελεσματικώς, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοσθούν εν Ελλάδι».
Προσέθετε, βέβαια, πως: «Δεν πρέπει να παραγνωρισθή το γεγονός, ότι τα βάρη της χώρας είναι μεγάλα λόγω της κατοχής».
Συνέχιζε όμως λίγο παρακάτω, συγκρίνοντας τη δραχμή με το μάρκο:
«Το ελληνικόν νόμισμα υπόκειται ασφαλώς εις άλλας, πολύ ισχυροτέρας επιρροάς, αλλ’ ο ρυθμός της απωλείας της αξίας του συγκαθορίζεται δυστυχώς διά της ιδίας ενόχου στάσεως του πληθυσμού. Αι ολίγαι φωναί αι οποίαι επισύρουν την προσοχήν προ του κινδύνου της εγωιστικής φυγής εκ της δραχμής εις “ασφαλείς” επενδύσεις πρέπει να εισακουσθούν και κατανοηθούν. Οι άριστοι γνώμονες διά μίαν υγιεστέραν διαμόρφωσιν του ελληνικού νομίσματος είναι: περισσοτέρα αυτοπειθαρχία, μεγαλυτέρα εμπιστοσύνη και η απομάκρυνσις από κάθε αχαλίνωτον εγωιστικήν κερδοσκοπίαν» (Paul Hahn, «Νομισματικαί παρατηρήσεις από Ελληνικής Σκοπιάς», σε Μανουσάκης 2019, σελ. 336-338).
Ο δε Νέστλερ έγραφε στις τελικές παρατηρήσεις της έκθεσής του:
«Οι δυνάμεις του Αξονα έχουν κατηγορηθεί ότι εκμεταλλεύτηκαν υπέρ το δέον την Ελλάδα για τις ανάγκες του πολέμου. Δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης και της πορείας του πολέμου, η σημασία της Ελλάδας ήταν καίρια για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των δυνάμεων του Αξονα, με αποτέλεσμα να προκληθούν και ανάλογες επιπτώσεις. Οι διογκωμένες ελληνικές παροχές δεν πρέπει, ωστόσο, να δημιουργήσουν λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά τις μεγάλες και σε καμία περίπτωση χαμηλού κόστους προσπάθειες των δυνάμεων του Αξονα να στηρίξουν την Ελλάδα, τη στιγμή που οι ίδιες έδιναν μάχη για την επιβίωσή τους».
Και μπορεί ασφαλώς να έγραφε τα παραπάνω το 1945, έχοντας υπόψη την επερχόμενη ήττα της Γερμανίας, ωστόσο η αναφορά του αντιπροσωπεύει μια αντίληψη αρκετά διαδεδομένη σε στελέχη του μηχανισμού κατοχής.
Φορολογικό σύστημα και δημόσια διοίκηση
Χαρακτηριστική της επιφανειακά τεχνοκρατικής, αλλά κατά βάθος συμφεροντολογικής γερμανικής αντίληψης για την ελληνική οικονομία και τις πολιτικές «διάσωσής» της είναι τα όσα ο Νέστλερ αναφέρει προς το τέλος της έκθεσής του:
«Ο πόλεμος και η Κατοχή είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της διοίκησης (περιορισμός της κυκλοφορίας προσώπων, ανωμαλίες στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, παρεμβάσεις στη διοίκηση). Οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι άρχισαν να παρουσιάζουν μειωμένο ζήλο και αποδοτικότητα, όταν περιέπεσαν σε κατάσταση οικονομικής ένδειας εξαιτίας της υποτίμησης της δραχμής. Οι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι που κατείχαν διευθυντικές θέσεις άρχισαν στην πορεία του πολέμου να παραμελούν τα καθήκοντά τους, εν μέρει λόγω πολιτικών υπολογισμών. Στόχος τους ήταν να μην επιβαρυνθεί η θέση τους μελλοντικά, και ο καλύτερος, για αυτούς, τρόπος επίτευξης του στόχου ήταν να αποφεύγουν την εφαρμογή της δραστικής νομοθεσίας και να μην αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα τους ασυνεπείς φορολογουμένους.
»Ο υπουργός Οικονομικών Τσιρονίκος, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα την άνοιξη του 1943, δεν ήταν σε θέση να αλλάξει ουσιαστικά την κατάσταση παρά τις αξιόλογες προσπάθειες που κατέβαλε. Εξαιτίας των πολλών αρμοδιοτήτων που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του, καθώς διηύθυνε τέσσερα υπουργεία στα οποία επικρατούσαν παρόμοιες συνθήκες, ο υπουργός στηριζόταν στην ενεργητική υποστήριξη των υφυπουργών του. Δυστυχώς, όμως, το υπουργείο Οικονομικών δεν απέκτησε ποτέ τον υφυπουργό που θα διέθετε τη διορατικότητα και το θάρρος για να καταρτίσει ένα σχέδιο μεγαλόπνοο, αντάξιο των εξαιρετικών αυτών περιστάσεων. Ως εκ τούτου, οι λεπτομερώς τεκμηριωμένες προτάσεις που ο Ειδικός Πληρεξούσιος είχε επανειλημμένα υποβάλει για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εφοριακών υπαλλήλων δεν υλοποιήθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι συνθήκες πολέμου είχαν ως συνέπεια κανένα ικανό πρόσωπο να μην επιθυμεί να αναλάβει χρέη υφυπουργού στο Υπουργείο Οικονομικών.
»Σοβαρές επιπτώσεις στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις δεν προκάλεσε μόνο η παρακμή του δημοσιοϋπαλληλικού μηχανισμού στις εφορίες αλλά και η σταδιακή διάλυση της κρατικής εξουσίας γενικώς. Από το φθινόπωρο του 1943 και εξής, το μέρος εκείνο της ελληνικής επικράτειας που βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης συρρικνωνόταν ολοένα και περισσότερο εξαιτίας του διαρκώς επεκτεινόμενου αντάρτικου κινήματος, για να καταλήξει να περιλαμβάνει μόνο την αστική περιοχή Αθηνών-Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιοχές υπήρχαν συνοικίες στις οποίες οι αρχές δεν είχαν καμία επιρροή.
»Η χρησιμοποίηση γερμανικών οργάνων ελέγχου ή η υπαγωγή των φορολογικών αρχών στη γερμανική στρατιωτική διοίκηση δεν θα βελτίωνε την κατάσταση. Καθώς οι γερμανικές αρχές είχαν μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και ιδιαίτερα σε γλωσσομαθείς υπαλλήλους, το μόνο που θα μπορούσε να επιτευχθεί και στις δύο περιπτώσεις θα ήταν η εποπτεία μεμονωμένων διοικητικών υπηρεσιών. Είναι πολύ πιθανόν, μια ενδεχόμενη άμεση παρέμβαση των αρχών κατοχής στην εργασιακή δραστηριότητα των δημοσίων υπαλλήλων να οδηγούσε σύντομα σε φαινόμενα παθητικής αντίστασης, γεγονός που θα επιδείνωνε την κατάσταση και θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
»Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν επόμενο οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις να μην φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αλλά και ο Ειδικός Πληρεξούσιος να μην στηρίξει μεταρρυθμιστικές προτάσεις αρμόδιων υπηρεσιών, που είχαν ξεπεραστεί πια από τις εξελίξεις».
*μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Κρήτης
? Διαβάστε
► Βασίλης Γ. Μανουσάκης (επιμέλεια - εισαγωγή), «Στο νότιο προπύργιο του Ράιχ». Ο απολογιστικός φάκελος του γερμανικού οικονομικού επιτελείου για την Ελλάδα της Κατοχής (μετάφραση γερμανικών εγγράφων: Μυρτώ Χρονάκη, Ηράκλειο 2019, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Το πλήρες περιεχόμενο του υπηρεσιακού φακέλου με τον απολογισμό των οικονομικών στελεχών του Γ' Ράιχ για την ελληνική κατοχική οικονομία. Εκτενής σχολιασμός των εκθέσεων και πολυσέλιδη ιστορική εισαγωγή που παρουσιάζει τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα της εποχής και βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των ντοκουμέντων και όσων κρύβονται πίσω από αυτά. Οι εκθέσεις των Νέστλερ και Χαν που χρησιμοποιήθηκαν εδώ (όχι όμως και το άρθρο που έγραψε ο Χαν το 1943) έχουν δημοσιευτεί και παλαιότερα από τους Μιχάλη Ψαλιδόπουλο και Θανάση Γκιούρα (Κατοχή, ναζισμός και ελληνική οικονομία. Υπηρεσιακές εκθέσεις και απομνημονεύματα, μετάφραση Θανάσης Γκούρας, Αθήνα 2015, Μεταμεσονύχτιες εκδόσεις).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας