Οι λιγότερο ήρωες είναι εκείνοι που πολεμούν αντρεία στον πόλεμο,
γιατί όλα τους σπρώχνουν για να το κάμουν
Ιων Δραγούμης (28/12/1912)
«Μα ποιος είναι ο ήρωας; Ακουσα πάλι κοινοτοπίες για τους ήρωες και για τους πληγωμένους: “Πολέμησε σα λιοντάρι”, “έλαβε το ωραιότερο παράσημο, την πληγή του”, “ο Ηρως του Σαρανταπόρου”, “Πέθανε για την πατρίδα”.
Και όμως ποιος ξέρει γιατί πέθανε, και αν πέθανε για τίποτα, ή μονάχα πέθανε. [...]
Ηρωες ποιοι είναι; Εκείνοι που πολεμούν αντρεία ή και σκοτώνονται στον πόλεμο; [...]
Ή εκείνοι που αψηφούν την κατακραυγή της κοινωνίας ή την μπουρζουάζικη κρίση της και στις πράξες, μα προπάντων στις ιδέες;
Οι λιγότερο ήρωες είναι –έτσι τουλάχιστο αισθανόμουν στον πόλεμο– εκείνοι που πολεμούν αντρεία στον πόλεμο, γιατί όλα τους σπρώχνουν για να το κάμουν.
Και ίσως οι πιο αντρείοι νάναι όσοι αψηφούν την κοινωνία και τους αμείλιχτα στενούς της νόμους και κανόνες και τα λόγια του κόσμου.
Εκείνοι που σκοτώνονται στον πόλεμο, ενεργούν σύμφωνα με την αντίληψη της κοινωνίας, όλο το βάρος της κοινωνίας τούς σπρώχνει να πολεμήσουν αντρεία και να σκοτωθούν.
Ολοι θα τους πουν ήρωες, όλοι θα χειροκροτήσουν και όλοι πάλι θα τους τιμωρήσουν, αν τυχόν ξεφύγουν το χρέος που τους ορίζει η κοινωνία.
Τους άλλους όμως [...] δεν τους σπρώχνει η κοινωνία, το ενάντιο.
Αυτή τους λέει πως είναι αστείο και γελοίο να μην είναι ισοπεδωμένοι και να μη λεν και κάνουν ό,τι λέει και κάνει όλος ο κόσμος, και κείνοι κάνουν του κεφαλιού τους».
Είναι Δεκέμβριος του 1912, μετά την πρώτη φάση του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου· το περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας είχε ζητήσει από έναν Ελληνα διανοούμενο που είχε λάβει μέρος στον πόλεμο, να γράψει κάτι σχετικά με αυτόν. Και εκείνος έστειλε για δημοσίευση ένα μακροσκελές «γράμμα», απ’ όπου και τα παραπάνω. Το οποίο όμως δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, ούτε στα «Γράμματα» ούτε κάπου αλλού.
Οταν ανακαλύπτεις στο αρχείο ένα τέτοιο χειρόγραφο, αισθάνεσαι κάποια έκπληξη. Πιστεύω ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα τέτοιες διατυπώσεις, μια παρόμοια απαξίωση της πλέον ιερής έννοιας της φαντασιακής συγκρότησης του σύγχρονου έθνους, αυτής του ηρωικού θανάτου στον πόλεμο, της θυσίας του πολεμιστή για το έθνος.
Πόσο μάλλον την επαύριο –ή μάλλον κατά τη διάρκεια– ενός νικηφόρου πολέμου, του πρώτου νικηφόρου πολέμου του ελληνικού βασιλείου. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ένα μανιφέστο κατά του πολέμου, όμως η συνολική αίσθηση που βγαίνει από ολόκληρο το κείμενο είναι αντιπολεμική, είναι η απαξίωση του πολέμου.
Είναι μια αφήγησή του που δεν προβάλλει καθόλου ιστορίες εθνικού ενθουσιασμού, ηρωισμού, έξαρσης, αλλά πολλές ιστορίες φόβου και δειλίας:
«Ενας μεγαλόσχημος αξιωματικός, που ήτανε στη μεραρχία που νικήθηκε στο Σόροβιτς, βρέθηκε μια μέρα χωμένος σ' ένα αμάξι τρέχοντας κατά τη Λάρισα. Φορούσε παντούφλες.
Τον αρώτησε κάποιος γιατί γύριζε, αν ήταν πληγωμένος ή άρρωστος και απαντούσε πολύ φυσικά:
“Οχι, έχω μια δουλειά στη Λάρισα, πάω να πάρω παπούτσια, γιατί πλήγιασαν τα πόδια μου”. [...]
Κάποιοι στρατιώτες για να μην πολεμήσουν πλήγωναν ξώπετσα με κανένα σουγιά ή κολοκοτρώνη τα χέρια τους είτε τα πόδια τους για να τους πάρουν στο νοσοκομείο.
Αλλοι στις προφυλακές, αν άκουγαν κανένα νυχτοπούλι και φτερούγιζε στη σιγαλιά της νύχτας ή έβλεπαν μακριά κανένα δέντρο, τα έπαιρναν για ανθρώπους και αστόχαστα πυροβολούσαν βιαστικά και αβάσταχτα – από φόβο».
Ιστορίες κακουχιών, ανοργανωσιάς, ευθυνοφοβίας, αδιαφορίας για τους απλούς στρατιώτες· όπως το επόμενο παράθεμα, που όχι απλά δίνει μια πολύ ζοφερή όψη του πολέμου, αλλά επισημαίνει, θα λέγαμε, την ταξική της διάσταση:
«Κοντά στην αδιαφορία που δέρνει κάθε γιατρό για τους αρρώστους και τους πληγωμένους, [οι στρατιωτικοί γιατροί] έχουν και κάποια καταφρόνια για το στρατιώτη, αφού αυτοί είναι αξιωματικοί.
Ο στρατιώτης δεν είναι τόσο άνθρωπος όσο ο αξιωματικός.
Είδα πληγωμένους που κείτονταν στο χώμα, μέσα στη βροχή εικοσιτέσσερις ώρες και περισσότερο ύστερα από τη μάχη.
Είδα αρρώστους και πληγωμένους που για δυο μέρες δεν είχαν βάλει τίποτα στο στόμα, ούτε μια σταλιά γάλα ή ζουμί, ούτε ένα ποτηράκι κονιάκ, και πληγωμένους που τρεις και τέσσερις μέρες ύστερα από το πλήγωμα, φορούσαν τον ίδιο πρόχειρο επίδεσμο που οι ίδιοι είχαν δέσει στην πληγή τους για να σταματήσουν το αίμα».
Μια απροσδόκητη κριτική του πολέμου
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη που ένα τέτοιο κείμενο δεν τυπώθηκε: άλλωστε το επόμενο τεύχος των «Γραμμάτων» θα ήταν αφιερωμένο στον ηρωικώς πεσόντα ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, με κείμενα και ποιήματα, του Παλαμά, του Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Βάρναλη και άλλων. Θα ήταν αταίριαστη μια αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του ήρωα του πολέμου.
Αλλά ποιος είναι ο συγγραφέας του κειμένου; Μήπως κάποιος από τους πρώτους Ελληνες αναρχικούς ή σοσιαλιστές;
Λοιπόν, όχι: ήταν ο «πατέρας» του ελληνικού εθνικισμού, το διαχρονικό σύμβολο, μέχρι σήμερα, των εθνικιστών και των πολεμολάγνων στην Ελλάδα, ο Ιων Δραγούμης.
Το χειρόγραφο έχει ημερομηνία «28 του Δεκέμβρη 1912» και βρίσκεται στο Αρχείο Δραγούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ο Ιων Δραγούμης το έγραψε ύστερα από αίτημα που του είχε απευθύνει ο Στέφανος Πάργας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Νίκου Ζελίτα), υπεύθυνος του αλεξανδρινού περιοδικού: «Επειδή σκοπεύουμε να βγάλουμε ένα φυλλάδιο με ύλη πολεμική, σας παρακαλούμε, σαν βρείτε λίγο καιρό, να μας ετοιμάσετε κάτι σχετικό, και θα σας είμαστε πολύ υποχρεωμένοι» (Στέφανος Πάργας προς Ιωνα Δραγούμη, Αλεξάνδρεια 31 Δεκεμβρίου 1912 [νέο ημερολόγιο]. Αρχείο Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
Στο αρχείο του Πάργα εντόπισα και την επιστολή που συνόδευε το κείμενο προς δημοσίευση. Ο Δραγούμης ζητάει μάλιστα να του στείλουν πίσω την πρώτη διόρθωση μαζί με το χειρόγραφο, για να ελέγξει αν υπάρχουν λάθη (Ιων Δραγούμης προς Στέφανο Πάργα, Αθήνα 29 Δεκεμβρίου 1912 Αρχείο Στ. Πάργα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο).
Ως γνωστόν, ο Ιων Δραγούμης ήταν από το 1902 διπλωμάτης και από τους οργανωτές και ιδεολογικούς καθοδηγητές αυτού που ονομάστηκε Μακεδονικός Αγώνας. Ηταν και αυτός που κυρίως ανέλαβε την ανάδειξη των ηρώων. Το 1907 δημοσίευσε το σχετικό «μυθιστόρημα»-μανιφέστο, το Μαρτύρων και ηρώων αίμα.
Σε αυτόν, και στην οικογένεια Δραγούμη, οφείλεται ουσιαστικά η καθιέρωση ως κεντρικού ήρωα του γαμπρού του, Παύλου Μελά· τόσο το γιατί και το πώς πήγε ο Μελάς στη Μακεδονία όσο και η δημόσια ηρωοποίησή του – η οποία ήταν εξαιρετικά σημαντική, μια που προσέδιδε ένα φωτοστέφανο αγνού ηρωισμού στην άγρια σύγκρουση των «εθνικών κομμάτων» για τον προσεταιρισμό των Μακεδόνων:
«Ολα έμεναν άκαρπα χωρίς τον Ηρωα.
Χρειάσθηκε ο θάνατος ενός παλληκαριού για να δώση πνοή ζωής στις πρώτες εκείνες ενέργειες και όλα τα σχέδια.
Τα λόγια των Ελλήνων έμεναν λόγια ώσπου να έλθη ο θάνατος να τα ζωντανέψη.
Ο θάνατος δεν είναι λόγια, είναι αλήθεια, ο θάνατος είναι ζωή.
Αυτό είδε ο Αλέξης και χάρηκε κατάβαθα» (Ιδας, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, 1907, σ. 140).
Το 1908, με την Επανάσταση των Νεότουρκων, ο Μακεδονικός Αγώνας λήγει· ο Δραγούμης διατυπώνει ένα νέο πρόγραμμα, σύμφωνα με το οποίο ο ευρύτερος Ελληνισμός θα αναπτυχθεί όχι τόσο μέσα σε ένα δικό του έθνος-κράτος, αλλά μέσα σε μια πολυφυλετική αυτοκρατορία, μια μεταρρυθμισμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εξάλλου και ίδιος ο ελληνικός Μακεδονικός Αγώνας ήταν μια πάλη για τους πληθυσμούς και τα εδάφη της Μακεδονίας σε συμμαχία –αντικειμενικά– με τους Οθωμανούς κυρίαρχους και εναντίον των Βουλγάρων και των επαναστατών.
Αλλά το 1912 κηρύσσεται ο βαλκανικός πόλεμος, σε συμμαχία τώρα με τους Βούλγαρους και εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιων Δραγούμης ναι μεν στρατεύεται και συμμετέχει με διάφορες ιδιότητες, τον αισθάνεται ωστόσο σαν μια ακύρωση του δικού του οράματος:
«Ξεκίνησα για τον πόλεμο αυτό χωρίς όρεξη καμιά. Ισως να είναι και αυτή διάθεση άξια για να βλέπεις έναν πόλεμο», έτσι αρχίζει το κείμενό του για τα «Γράμματα».
Τις ίδιες μέρες δημοσιεύεται και ένα άρθρο του στον «Νουμά», με ψευδώνυμο (Βρούτος, «Τιμή και ανάθεμα», «Ο Νουμάς», 29 Δεκεμβρίου 1912) που αφορά κι αυτό τον πόλεμο, έχει όμως έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνο που στέλνει στα «Γράμματα».
Ασκεί μεν κριτική στην «ελλαδική, κρατική» πολιτική του Βενιζέλου και εξακολουθεί να υπερασπίζεται, σε έναν βαθμό, το σχέδιο της ελληνοτουρκικής «Ανατολικής Αυτοκρατορίας», το κάνει όμως με μια τυπικά εθνική φρασεολογία· χωρίς να αμφισβητεί την ιδέα του πολέμου, την ανδρεία των αξιωματικών, ούτε βέβαια την έννοια του ήρωα του πολέμου.
Μήπως ο Δραγούμης αισθανόταν ότι ήταν πιο ελεύθερος να δημοσιεύσει τις αντισυμβατικές του σκέψεις στην Αλεξάνδρεια, παρά στην Αθήνα; Αν ναι, διαψεύστηκε.
Ο Στέφανος Πάργας διάβασε και το άρθρο στον «Νουμά» και αντιλήφθηκε ποιος ήταν ο συγγραφέας του· όπως αντιλήφθηκε και την ουσιαστική διαφορά του με το χειρόγραφο που είχε λάβει για τα «Γράμματα».
Και αφού πέρασαν δύο μήνες, τον Μάρτιο του 1913, πληροφορεί τον Δραγούμη ότι η δημοσίευση για τον πόλεμο αναβάλλεται, ενώ του ζητάει και το εξής:
«Θα σας παρακαλούσα να μας ετοιμάσετε κάτι σαν εκείνο που δημοσιέψατε στο "Νουμά" με ψευδώνυμο Βρούτος. Το style και οι ιδέες είναι δικές σας. Νομίζω λοιπόν πως το άρθρο εκείνο είναι δικό σας. Και παρόμοια θα θέλαμε κι εμείς. Με την ησυχία σας λοιπόν μας το ετοιμάζετε παρακαλώ, και μας το στέλνετε» (Πάργας προς Δραγούμη, Αλεξάνδρεια 10 Μαρτίου 1913. Αρχείο Δραγούμη, Γεννάδειος).
Είναι σαφές ότι αυτό που λέει στον Δραγούμη –με πολύ ευγενικό τρόπο– είναι ότι δεν θέλει να δημοσιεύσει το κείμενό του ως έχει. Και δεν θα το δημοσιεύσει.
Αυτό δεν έχει να κάνει βέβαια με τον Δραγούμη, τον οποίο οι δημοτικιστές της Αλεξάνδρειας σέβονται, αλλά με τον τρόπο που μιλάει για τον πόλεμο και τον «ήρωα».
Αυτή η σιωπηλή λογοκρισία, και μάλιστα σε ένα περιοδικό εκτός των ελληνικών συνόρων, που ήθελε να είναι ριζοσπαστικό (είχε δημιουργηθεί από τη «διάσπαση» της «Νέας Ζωής» με αφορμή τη μη δημοσίευση ενός κειμένου του Βάρναλη) και που πρόβαλλε τις απόψεις του Σκληρού, μια λογοκρισία που αφορούσε μάλιστα το κείμενο μιας επιφανούς προσωπικότητας του δημοτικισμού, μας δείχνει ανάγλυφα ποια ήταν τα όρια αυτού που μπορούσε να ειπωθεί ανοιχτά.
Στο μεταξύ, τα «Γράμματα» έχουν απευθυνθεί και στον Δραγούμη για να γράψει στο αφιέρωμα για τον Μαβίλη, μέσω της Αύρας Θέρου, η οποία τον συνάντησε τρεις φορές· εκείνος όμως τελικά της απάντησε ότι του ήταν «αδύνατο να γράψη» (Αύρα Θεοδωροπούλου προς Πάργα, Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου 1913, Αρχείο Πάργα ΕΛΙΑ).
Από επόμενες επιστολές του Πάργα στο αρχείο του Δραγούμη (6 Αυγούστου, 5 Σεπτεμβρίου και 11 Νοεμβρίου 1913) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τελικά ο ίδιος ο Δραγούμης θα ζητήσει να του επιστραφεί το κείμενό του για τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο· προφανώς ήταν πλέον ξεπερασμένο από τις εξελίξεις, δηλαδή από τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, τον οποίο ο Δραγούμης αντιμετώπισε πολύ πιο θετικά, καθώς η Ελλάδα πολέμησε τώρα εναντίον της Βουλγαρίας και σε συμμαχία με τους Οθωμανούς.
Ομως το παράδοξο παραμένει: πώς είναι δυνατόν να γράφει και να στέλνει για δημοσίευση τέτοιες απόψεις, που αμφισβητούσαν όχι απλά την τακτική του Βενιζέλου αλλά τον ίδιο τον πόλεμο, ο άνθρωπος που είχε δημοσίως ταυτιστεί με τον πατριωτισμό, που εκπροσωπούσε στην Ελλάδα τον νέο ευρωπαϊκό εθνικισμό των αρχών του 20ού αιώνα, κεντρικό στοιχείο του οποίου ήταν η ιδέα του πολέμου και ο μιλιταρισμός;
Η εγωτιστική λατρεία του πολέμου
Ο Δραγούμης είχε γίνει εθνικιστής το 1902, μέσα από τη γνωριμία του με τον Γάλλο λογοτέχνη και πολιτικό Μορίς Μπαρές.
Σε μια ανασκόπηση της ιδεολογικής του πορείας το 1919, προσδιορίζει χρονικά την «εθνικιστική περίοδο της ζωής» του «από τα 1902 ώς τα 1914 απάνω κάτω» (Ιων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Στ' (1918-1920), Αθήνα: Ερμής, 1987, σ. 72-73).
Στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ήταν δεκαεννιά χρόνων και είχε στρατευθεί εθελοντικά, χωρίς να πάρει μέρος σε μάχες. Κατέγραψε τις εμπειρίες του σε επιστολές και σημειώσεις, στις οποίες όμως δεν διακρίνουμε ούτε εθνικό ενθουσιασμό ούτε κάποιο «τραύμα» από την ήττα.
Και το 1904 θα σημειώσει, κάπως απολογητικά, στο ημερολόγιό του:
«Θυμούμαι· ο πόλεμος του 1897, ο ενθουσιασμός των άλλων, η ταραχή μ’ άφηκε ψυχρό.
Ντρεπόμουν λίγο που δεν ένοιωθα τίποτε όταν ο κόσμος και οι εφημερίδες se démenaient, se trémoussaient [βρίσκονταν σε υπερδιέγερση]. Και από ντροπή ταραζόμουν κ’ εγώ λίγο»
(Ιων Δραγούμης, αδημοσίευτο ημερολόγιο, τετράδιο 11. Αρχείο Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).
Ο εθνικισμός του δεν στηριζόταν τόσο σε μια πίστη στις εθνικές ιδέες, ούτε σε έναν πηγαίο πατριωτισμό· είχε στη βάση του μια ατομικιστική ιδεολογία, την ανάγκη καλλιέργειας του εαυτού, του εγώ, και μια νιτσεϊκή πίστη στην ανάγκη για την πάλη αυτή καθαυτή, για τον πόλεμο ως αυταξία, τον πόλεμο ενάντια στους «άλλους», τους βάρβαρους, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία ποιοι είναι αυτοί, αν είναι εντός ή εκτός του έθνους:
«Δεν πολεμώ για μια ιδέα, για ένα σκοπό· πολεμώ γιατί μ’ αρέσει ο πόλεμος».
«Μ’ αρέσει να βρίσκομαι πάντα απέναντι σε Βουλγάρους· με δυναμώνει το αντίκρισμά τους και το πάλεμα μαζί τους. “Ζήτω ο πόλεμος!”» (ό.π., τετράδιο 13, 10 Δεκεμβρίου 1905 και 6 Φεβρουαρίου 1906).
Η Μακεδονία ήταν για τον Δραγούμη, στο διάστημα 1903-1908, ένα μεγάλο «στάδιο εκγύμνασης», όπου ήθελε να δοκιμάσει την ενέργειά του, μέσα από ένα είδος πολέμου, για χάρη του εγώ του.
Ας αναφέρουμε εδώ και ότι ο στενός φίλος του Δραγούμη Πέτρος Βλαστός σε ένα άρθρο του στον «Νουμά» το 1908 για τη «Φυλή», ανάμεσα στους τρόπους δράσης που προτείνει για να βγει αυτή από την παρακμή της έχει και τον «πόλεμο», ο οποίος «χρειάζεται για να νοιώσουμε πάλι την αξία της ζωής και να ξεδιαλεχτούν ανάμεσό μας οι ψόφιοι από τους ζωντανούς» (Ερμονας, «Η φυλή», «Ο Νουμάς», 20 Ιανουαρίου 1908, σ. 1-6).
Ο πόλεμος είναι ένα μέτρο «υγιεινής» της φυλής, όπως και η ευγονική. Είναι η εποχή όπου η φιλοσοφική και αισθητική δικαίωση του πολέμου γίνεται θεμελιακό στοιχείο του νέου εθνικισμού, στη Γαλλία, απ’ όπου παίρνει κυρίως τις ιδέες του και ο Δραγούμης, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία, με πιο χαρακτηριστική έκφραση τον φουτουρισμό του Μαρινέτι.
Το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο κήρυσσε: «Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο – τη μοναδική υγιεινή του κόσμου, τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό [...], τις ωραίες ιδέες που σκοτώνουν και την περιφρόνηση της γυναίκας» (F. T. Marinetti, «Le Futurisme», Le Figaro, 20 Φεβρουαρίου 1909).
Και αυτά δεν γράφονταν ποιητική αδεία· ο Μαρινέτι φρόντισε με την πρώτη ευκαιρία να δείξει πόσο σοβαρά τα εννοούσε: το 1911 ακολούθησε τον ιταλικό στρατό στην κατακτητική εκστρατεία στη Λιβύη, έζησε από κοντά τη Μάχη της Τρίπολης και την αφηγήθηκε ως «τις πιο όμορφες μέρες της ζωής του».
Σε ένα νέο μανιφέστο-κάλεσμα, με τίτλο «Για τον Πόλεμο, μοναδική υγιεινή του κόσμου και μοναδική παιδαγωγική ηθική», εξυμνεί τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σαν την ανώτερη ομορφιά:
«Εμείς οι Φουτουριστές, που εδώ και δύο χρόνια, αψηφώντας τις αποδοκιμασίες των Ποδαγρικών και των Παραλυτικών, δοξάζουμε την αγάπη για τον κίνδυνο και τη βία, για τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, για τον Πόλεμο [...] είμαστε ευτυχείς, που ζούμε, επιτέλους, αυτή τη μεγάλη φουτουριστική στιγμή της Ιταλίας, την ώρα που ψυχορραγεί η βρωμερή ράτσα των πασιφιστών» (F. T. Marinetti, La bataille de Tripoli, Μιλάνο, 1912).
Τέτοιες ιδέες προετοίμασαν τη μεγάλη σφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, «γενική δοκιμή» του οποίου υπήρξαν ο πόλεμος της Λιβύης και οι Βαλκανικοί. Τέτοιες ιδέες είχε, ώς τότε, και ο Ιων Δραγούμης.
Τον Ιούνιο του 1909 καταγράφει στο ημερολόγιό του έναν έντονο διάλογο περί πολέμου με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, όπου ο ίδιος συνοψίζει την επιχειρηματολογία των αντιορθολογιστών νιτσεϊστών διανοουμένων:
«Δεν της αρέσει ο πόλεμος, είναι περιττός. Γιατί δεν κάθονται οι άνθρωποι στ’ αυγά τους; Καλά είναι εκεί που είναι.
Μαλώνουνε σα μπακάληδες και κατασκοτώνονται για ένα κομμάτι γης. Υπάρχει τίποτε πιο πρόστυχο; [...]
Της είπα αφού την άκουσα·
– Η αφορμή ή ο σκοπός που γίνεται ένας πόλεμος δεν έχει σημασία καμιά. [...] Οταν μια φυλή θέλει να μείνει καθαρή από ανακατώματα με μιαν άλλη φυλή που της ρίχνεται, πολεμά για να νικήσει την επίθεση και να μην ανακατωθεί με την άλλη φυλή. [...] Ο πόλεμος είναι εξυγιαντικός. Κάνει καλά ανθρώπους αρρώστους, γι' αυτό μου αρέσει εμένα. [...] Πολεμά κανείς για να πολεμήσει, επειδή του αρέσει ο πόλεμος, επειδή είναι πολεμικός, επειδή δεν είναι κουρασμένος, επειδή βαριέται την ειρήνη και την ησυχία και τη μούχλα. Πολεμά κανείς για να νικήσει, και είναι αδιάφορο αν το λάφυρο του πολέμου θα είναι ένα κομμάτι γης ή μια ωραία γυναίκα. [...]
– Ας τ’ αφήσουμε αυτά. Αν σου αρέσει ο πόλεμος, πήγαινε. Μα θα με χάσεις εμένα.
– Γιατί;
– Εγώ δεν είμαι πολεμική, δεν είμαι ηρωική, δε θέλω να πας στον πόλεμο.
Αν πας, θα χαθώ εγώ από τη μέση. Αν μ’ αγαπάς, θα μου το δείξεις» (Ιων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Δ' (1908-1912), Αθήνα 1988, εκδ. Ερμής, σ. 51-52).
Η καταγραφή του διαλόγου κλείνει εκεί, με την Κοτοπούλη –με την οποία ο Δραγούμης είναι ερωτευμένος και τη θαυμάζει– να λέει την τελευταία λέξη.
Παρά το στομφώδες πολεμόχαρο λογύδριό του, με ιδέες του Νίτσε, του Βλαστού ή του Μαρινέτι, μπορούμε να δούμε τον διάλογο σαν μια ακόμα εσωτερική αντιπαράθεση ανάμεσα στους διαφορετικούς «εαυτούς» του, σαν αυτές που τόσο συχνά βλέπουμε να καταγράφει στο ημερολόγιό του. Και, επομένως, σαν μια απαρχή αμφισβήτησης αυτών των ιδεών.
Αλλωστε συχνά ομολογεί ότι η «αταίριαστη» (από ταξικής κυρίως άποψης) σχέση του με την Κοτοπούλη έπαιξε ρόλο στην αλλαγή του:
«Η αγάπη μου για αυτό το κορίτσι μ’ έκαμε ανθρωπινότερο. Ενοιωσα όλη τη δυστυχία του κόσμου τούτου, τη μιζέρια, τη φτώχεια, την παλιανθρωπιά και την ταπεινότητα και τη συκοφαντία» (όπ.παρ., σ. 160, Μάρτιος 1911).
Η σχέση του με την Κοτοπούλη συνδυάζεται με το τέλος της εποχής της Μακεδονίας ως «σταδίου εκγύμνασης», του εθνικισμού, με το τέλος της περιπετειώδους σχέσης του με την Πηνελόπη Δέλτα, φανατική πατριώτισσα, που επιβεβαίωνε και κολάκευε το εθνικιστικό του εγώ, και με την επιστροφή του στην αγαπημένη του Αττική:
«Οταν βγήκαμε στον Αη-Γιώργη είδα την Αττική σαν καινούργια, δηλαδή με την ιδία λαχτάρα που την έβλεπα πρώτα, δηλαδή πριν καταπιεστεί η ψυχή μου από τα εθνικιστικά έργα μου, από τη βαριά και δύσκολη αγάπη δυο γυναικών που τις αγάπησα καταποδιαστά μέσα στα έξι τούτα τελευταία χρόνια με τρομερή ένταση.
– Ημουν τώρα ελεύθερος και δυνατός και αγαπούσα σαν κύριός της τη γυναίκα που αγαπούσα» (όπ.παρ., σ. 172, Μάιος 1911).
Η αντιπολεμική στροφή του Δραγούμη
Αλλά αυτό που θα ήταν τελικά καθοριστικό ήταν η άμεση εμπειρία του πραγματικού πολέμου. Παρά τη βιαιότητά του, ο «Μακεδονικός Αγώνας» δεν ήταν παρά μια «ένοπλη προπαγάνδα»· από το 1912 όμως ανοίγει για την Ελλάδα μια μακρά περίοδος πραγματικών πολέμων: οι δύο Βαλκανικοί, ο Πρώτος Παγκόσμιος, η εκστρατεία της Κριμαίας, η εκστρατεία της Μικράς Ασίας.
Ο Δραγούμης ξεκινά λοιπόν –διχασμένος και «χωρίς όρεξη καμιά»– να λάβει μέρος στον πραγματικό πόλεμο. Και στα τέλη του 1912 θα καταγράψει, με τον τρόπο που είδαμε, τις εντυπώσεις, τα αισθήματα και τις ιδέες του για τον πόλεμο και για τη ρητορεία που τον συνοδεύει.
Δύο χρόνια αργότερα, η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου –και ανεξάρτητα με τις θέσεις που παίρνει επισήμως, ως διπλωμάτης ή πολιτικός– τού επιβεβαιώνει το αντιπολεμικό του αίσθημα.
Γράφει από την Πετρούπολη:
«Είναι και τέτοιοι καιροί που οι άνθρωποι βαριούνται να είναι πολιτισμένοι, κουράζονται από την ένταση του πολιτισμού τους και ξαναγίνονται άγριοι και βάρβαροι.
Εξω από τον πόλεμο τον Ευρωπαϊκό με τη σκέψη μου.
Δεν ταιριάζει να μη μ’ αφήνουν ήσυχο οι άνθρωποι με τους πολέμους τους να καλλιεργώ τον εαυτό μου.
Αρκετά με σκότισαν οι δυο πόλεμοι που έκαμαν οι Ελληνες με τους άλλους στα Βαλκάνια» («Φύλλα Ημερολογίου E'», ό.π., σ. 80, Ιούλιος 1914).
Αν η πρώτη φράση θυμίζει τη ρητορική των υμνητών του πολέμου, αμέσως παρακάτω βλέπουμε ότι αυτή παίρνει τώρα αρνητική νοηματοδότηση: ο πόλεμος όχι μόνο δεν βοηθάει την καλλιέργεια του εαυτού, αλλά την εμποδίζει. Οι «Ελληνες» μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι με τους άλλους Βαλκάνιους, είναι απέναντί του.
Ο Δραγούμης δεν θα δείξει κανέναν ενθουσιασμό για τον Πρώτο Παγκόσμιο, θα είναι αντίθετος στην εκστρατεία στην Κριμαία με συμμετοχή των Ελλήνων ενάντια στη Ρωσική Επανάσταση (γράφει, μάλιστα, ότι ελπίζει να τους τσακίσουν οι μπολσεβίκοι), αλλά και στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Μπορούμε άραγε να ερμηνεύσουμε την αντιπολεμική στροφή του Δραγούμη απλά και μόνο με βάση την πολιτική του αντίθεση στην πολιτική του Βενιζέλου, ή και την προσωπική του αντίθεση σε αυτόν;
Σίγουρα υπήρχε και έπαιξε κάποιο ρόλο. Αλλά δεν ερμηνεύει την ιδεολογική μεταστροφή: το πώς αυτός που ήταν ο υμνητής του πολέμου ως αυταξίας αλλά και ο κατ' εξοχήν δημιουργός ηρώων αμφισβητεί, λίγο μετά, τον ήρωα του πολέμου;
Η ερμηνεία του παράδοξου ίσως να βρίσκεται τελικά στους ίδιους του όρους του: Ως μπαρεσικός εθνικιστής και νιτσεϊστής, ο Ιων Δραγούμης είχε επίγνωση, περισσότερο από τον καθένα, ότι η λατρεία του πολέμου, όπως και του έθνους, υπηρετούσε τις ανάγκες τού εγώ (π.χ., του εγώ ενός διανοουμένου σε κρίση)· είχε εξ αρχής συνείδηση της λειτουργίας τους και του ρόλου που έπαιζε ο ίδιος σε αυτή τη «λατρεία». Και γι' αυτό του ήταν πολύ πιο εύκολο να την αμφισβητήσει.
Ακριβώς επειδή ήταν ένας συνειδητός κατασκευαστής εθνικών ηρώων, αντιλαμβανόταν και τη σχετικότητα του τι σημαίνει «ήρωας».
*Μια εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στην ΕΣΤΙΑ (Επιστημονική Συνάντηση Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης), Οροπέδιο Λασιθίου, 27-29 Απριλίου 2018· μία άλλη περιέχεται στο βιβλίο: «Κοσμοπολίτες εθνικιστές: Ο Μορίς Μπαρές και οι ανά τον κόσμο “μαθητές” του» (υπό έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
**επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας